ΑΠ 1568/2018 ΕφΑΔΠολΔ 2019, 913
[...] Ι. Κατά το άρθρο 1439 § 1 Α.Κ. καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να μπορεί να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, με την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα, αντικειμενικώς πρόσφορα, κλονιστικά της έγγαμης σχέσεως γεγονότα αυτά και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε βασίμως η εξακολούθηση της συμβιώσεως έχει καταστεί αφόρητη γι' αυτόν. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται, ανεξαρτήτως από το ποιον από τους δύο συζύγους βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το εάν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο ενός μόνο. Αν όμως το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διαζεύξεως με βάση την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 1439 § 1 Α.Κ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, συνεπάγεται ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμιά πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής αποφάσεως του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμιά περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 Α.Κ., ενόψει της διατάξεως του άρθρου 1444 § 1 Α.Κ. (ΑΠ 50/2013, ΑΠ 477/2012). Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσεως του γάμου. Κατ' ακολουθίαν, αν ασκηθούν αντίθετες αγωγές, με τις οποίες ο καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, και το δικαστήριο έκανε δεκτές τις αγωγές, κρίνοντας ότι ο κλονισμός αφορά το πρόσωπο και των δύο συζύγων, τότε, ενόψει του προαναφερόμενου αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δεδικασμένου που παράγεται από τη σχετική απόφαση, καθένας από τους συζύγους θεωρείται ότι νίκησε, διότι με την παραδοχή των αγωγών, επήλθε η έννομη συνέπεια, την οποία επιδίωκαν αμφότεροι οι διάδικοι με το αίτημα των αγωγών τους. Το γεγονός ότι η απόφαση περιέχει αιτιολογίες δυσμενείς για καθένα διάδικο, δηλαδή δέχεται ότι ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπό του, δεν ασκεί καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις του, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν στοιχεία διατακτικού, δεν παράγεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας σε άλλη δίκη.
Συνεπώς, κανένας από τους διαδίκους συζύγους δεν έχει στην περίπτωση αυτή, επειδή νίκησε, έννομο συμφέρον να ασκήσει το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου της oυσίας (ΑΠ 1570/2014). Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 532 και 577 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η δε έλλειψή του συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου (Α.Π. 1242/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος του ήδη αναιρεσείοντος για την άσκησή της, η έφεσή του κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά το μέρος της με το οποίο είχε απαγγελθεί η λύση του γάμου των διαδίκων, κατά παραδοχή αγωγής του ιδίου και ανταγωγής της αναιρεσίβλητης για τον από το άρθρο 1439 § 1 Α.Κ. προβλεπόμενο λόγο του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσεώς τους, που αφορούσε η καθεμία στο πρόσωπο του αντιδίκου του. Από δε τις παραδοχές της πρωτόδικης αποφάσεως και το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσεως του γάμου των διαδίκων, στο οποίο το Εφετείο, ως αποκλειστικό αντικείμενο της δίκης, κατέληξε, δεχόμενο αμφότερες τις αντίθετες αγωγές των διαδίκων, οι οποίες είχαν το αυτό αντικείμενο και αίτημα και την ίδια πραγματική θεμελίωση, διέφεραν δε μόνο κατά το στοιχείο της υπαιτιότητας, προκύπτει, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί προηγουμένως, ότι ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατ' ακολουθίαν ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (κατά τη νοηματική του εκτίμηση), με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι παρά το νόμο το Εφετείο κήρυξε με την προσβαλλόμενη απόφαση απαράδεκτη την έφεσή του, όσον αφορά στη διάταξη της πρωτόδικης αποφάσεως, που απαγγέλλει τη λύση του γάμου, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, απαράδεκτος, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, είναι ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 9 και 14 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο το λόγο εφέσεως, με τον οποίο είχε επαναφέρει την ένσταση αοριστίας που υπέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου σε απόκρουση της ανταγωγής της αντιδίκου του ως προς το αίτημα για λύση του γάμου, άλλως παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ανταγωγή.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 εδάφ. γ' του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, δηλαδή κάθε αίτηση με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της και η οποία δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης, όχι όμως και οποιαδήποτε αίτηση που υποβάλλεται από τους διαδίκους, όπως η αίτηση για αναβολή της συζητήσεως κατ' άρθρο 250 ΚΠολΔ, αφού η σχετική ανάγκη εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας και δεν ελέγχεται, σύμφωνα με το άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ., από τον Άρειο Πάγο. Επομένως είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, ο πέμπτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο το αίτημά του για αναβολή της συζητήσεως λόγω εκκρεμών τριών εγκλήσεών του σε βάρος της αναιρεσίβλητης για ηθική αυτουργία σε αξιόποινες πράξεις τρίτων που έχουν σχέση με τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1391 του Α.Κ. προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση για διατροφή τους, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ανεξάρτητα του αν ο ένας από αυτούς είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, το μέτρο δε της διατροφής καθενός από αυτούς προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και, εφόσον κάποιος από αυτούς διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, που περιλαμβάνει και την εγκατάλειψή του από τον υπόχρεο προς διατροφή σύζυγο, η διατροφή, που του οφείλεται από τον άλλον, πληρώνεται σε χρήμα κάθε μήνα προκαταβολικώς και προσδιορίζεται αφού ληφθούν υπόψη και οι συνθήκες της χωριστής διαβίωσης. Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 του Α.Κ. προκύπτει ότι το μέτρο της συνεισφοράς κάθε συζύγου, ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, προσδιορίζεται από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή του γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία των συζύγων (Ολομ.Α.Π. 9/1991). Εξάλλου, από το άρθρο 1391 παρ. 1 Α.Κ. που ορίζει ότι, αν ο σύζυγος διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η διατροφή που του οφείλεται από τον άλλον πληρώνεται σε χρήμα και προκαταβάλλεται κάθε μήνα, προκύπτει, ότι προϋπόθεση για την καταβολή σε χρήμα της, κατά το ως άνω άρθρο 1390, οφειλόμενης διατροφής του συζύγου αποτελεί η από τον δικαιούχο διακοπή της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι' αυτόν αιτία, η προϋπόθεση δε αυτή πληρούται και όταν τη συμβίωση διακόπτει ο υπόχρεος σύζυγος χωρίς εύλογη αιτία, τις προϋποθέσεις δε αυτές οφείλει να αποδείξει ο δικαιούχος ενάγων (Α.Π. 1217/2007). Τέλος κατά το άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ: "Αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχτηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο .....". Στην κρινόμενη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος τα εξής, αναφορικά με το σωρευόμενο στην ανταγωγή αίτημα διατροφής της αναιρεσίβλητης: "Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο μεταξύ τους πολιτικό γάμο στις 25.2.2012 στη ..., δεύτερο και για τους δύο, από τον οποίο (γάμο) δεν απέκτησαν τέκνα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθόσον καταρχήν ο ενάγων-εναγόμενος (και ήδη αναιρεσείων), μολονότι παρείχε στην ενάγουσα-εναγομένη (και ήδη αναιρεσίβλητη), η οποία στερούνταν εισοδημάτων, μια άνετη οικογενειακή ζωή, στην οποία περιλαμβανόταν μεταξύ άλλων η διαμονή τους σε διώροφη ιδιόκτητη οικία του στο ... κάλυπτε όλα τα έξοδα διατροφής, ένδυσης κλπ, ενώ έκαναν και ταξίδια στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εξωτερικό, διακατεχόμενος από ανασφάλεια επεδείκνυε μια καταπιεστική συμπεριφορά έναντι της ενάγουσας, καθώς συνεχώς έλεγχε τις εξόδους και τις συναναστροφές της και την καθιστούσε υπόλογη για κάθε συνάντηση αυτής με τρίτους ακόμα και με μέλη της οικογένειάς της και επίσης έλεγχε όλα τα έξοδα που εκείνη έκανε. Από την μεριά της και η εναγομένη, αντιδρώντας στην ανωτέρω συμπεριφορά, άρχισε ήδη από το Πάσχα 2015 να απουσιάζει κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα από την οικία τους, ενώ αδιαφορούσε για τις ανάγκες του ενάγοντος και δη για τα θέματα υγείας που εκείνος αντιμετώπιζε. Οι συνεχείς προστριβές, αντιδικίες μεταξύ του ζευγαριού με αφορμή την καταπιεστική συμπεριφορά του ενάγοντος και την εν τέλει αδιαφορία της εναγομένης, οδήγησαν βαθμιαία στην πλήρη ψυχική και σωματική αποξένωσή των (διαδίκων). Τελικώς επήλθε η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων τον Νοέμβριο του 2015, οπότε μετά από 12ήμερη απουσία της εναγομένης ο ενάγων αποχώρησε από την κοινή οικία τους και εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της ίδιας οικοδομής, επισκεπτόμενος όμως καθημερινά την κοινή οικία, έως το Μάιο του 2016 ότε η εναγομένη αντικατέστησε την κλειδαριά της κεντρικής θύρας αυτής, αποκλείοντάς του την πρόσβαση. Ακολούθως ο ενάγων άσκησε την από 11-4-2016 αγωγή του... ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, ζητώντας τη λύση του γάμου του με την εναγομένη και η τελευταία άσκησε την από 25-7-2016 αγωγή της... με το ίδιο αίτημα, μεταξύ άλλων.... όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Με την εκκαλουμένη με αριθμό 510/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, αμφότερες οι ανωτέρω αγωγές έγιναν εν μέρει δεκτές, απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων, δεχόμενη ότι η διάσταση των συζύγων επήλθε από λόγους που ανάγονται σε κοινή υπαιτιότητά τους. Από τα προαναφερόμενα λοιπόν πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και αποτελούν δεδικασμένο, δεσμευτικό για το παρόν Δικαστήριο..., προκύπτει ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων οφείλεται σε κοινή τους υπαιτιότητα...". Με τις παραδοχές αυτές, και ειδικότερα ότι για τα πραγματικά περιστατικά της διασπάσεως της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων υφίσταται δεδικασμένο, δεσμευτικό για το δικαστήριο από την αμετάκλητη απόφαση περί λύσεως του γάμου, το Εφετείο επικύρωσε, με απόρριψη του σχετικού λόγου της εφέσεως του αναιρεσείοντος, την ομοίως κρίνασα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί θετικά για το ζήτημα της συνδρομής, στο πρόσωπο της αναιρεσίβλητης, των προϋποθέσεων που τάσσει η ως άνω διάταξη του άρθρου 1391 ΑΚ για τη θεμελίωση του δικαιώματος διατροφής της, μεταξύ δε αυτών και της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως για εύλογη αιτία, και συνακόλουθα είχε επιδικάσει σ' αυτήν διατροφή σε χρήμα, ύψους 600 ευρώ μηνιαίως. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι "η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διεκόπη από εύλογη για την ενάγουσα αιτία", δέχτηκε παρά το νόμο την ύπαρξη, στην ένδικη (περί διατροφής) διαφορά, δεδικασμένου από την υπ' αριθμ. 510/2016 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, που εκδόθηκε επί δίκης για τη λύση του γάμου των διαδίκων, αν και από την απόφαση αυτή δεν παράγεται δεδικασμένο για ζήτημα υπαιτιότητας σε άλλη δίκη, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Επομένως είναι βάσιμος ο σχετικός από τον αρ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την πλημμέλεια αυτή, ενώ παρέλκει κατόπιν τούτου η έρευνα του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο για πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, επικαλούμενος ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς την επιδίκαση ποσού διατροφής 600 ευρώ μηνιαίως υπέρ της αναιρεσίβλητης. Ενόψει όλων αυτών πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, και δη ως προς το αίτημα της ανταγωγής για διατροφή της αναιρεσίβλητης, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο όμως από δικαστή διαφορετικό από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη λόγω της εν μέρει ήττας της σε ανάλογο μέρος της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος (άρθρα 178 § 1, 183 και 191 § 2 Κ.Πολ.Δ.). [...]