(...) Με την από 23.11.2011 και με αυξ. αριθ. εκθ. κατάθ. /25.11.2011 αίτηση επιδιώκεται η αναψηλάφηση της /2011 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της ήδη αιτούσας κατά της /2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 592 έως 613 του ΚΠσλΔ. Το τελευταίο, δε, Δικαστήριο με την αμέσως προηγούμενη απόφασή του, αφ ενός μεν απέρριψε την από 20.7. 2006 και με αυξ. αριθ. εκθ. κατάθ. / /31.7. 2006 αγωγή της νυν αιτούσας, με την οποία η εν λόγω διάδικος ζητούσε τη λύση του γάμου της με τον αντίδικό της από λόγους που αφορούν το πρόσωπο αυτού και την αναγνώριση οφειλής του εναγομένου, ήδη καθ ου η αίτηση, ύψους 200.000,00 , ως χρηματική αυτής ικανοποίηση που υπέστη από αδικοπρακτική σε βάρος της συμπεριφορά του, αφ ετέρου, δε, δέχθηκε την από 2.1.2007 και με αυξ. αριθ. εκθ. κατάθ. / / 9.1. 2008 αντίθετη αγωγή του εναγομένουενάγοντος και ήδη καθ ου η αίτηση, και απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο της εναγομένης - αιτούσης. Σημειώνεται εξάλλου ότι η αιτούσα με την ένδικη αίτηση αναψηλαφήσεως διατείνεται ότι το Εφετείο Αθηνών, εκδίδοντας την /2011 απόφασή του, δεν έλαβε υπόψη της την μετ επικλήσεως και προσκομισθείσα από αυτήν - /2.12.2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία οι σ αυτήν αναφερόμενοι κατηγορούμενοι «κατεδικάσθησαν σε ποινή φυλακίσεως εννέα μηνών για τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρος και συκοφαντικής δυσφήμησης» σε βάρος της και ο αντίδικός της «στην ίδια ποινή για ηθική αυτουργία στα αδικήματα αυτά, τα οποία συνάπτονται με την υπαιτιότητα του κλονισμού της εγγάμου σχέσεως» και μάλιστα το Εφετείο Αθηνών δεν έλαβε υπόψη του την ως άνω απόφαση, «γιατί θεώρησε πεπλανημένα» ότι δεν υφίσταται έννομο συμφέρον της προαναφερθείσης διαδίκου κατά της /2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. «Το έγγραφο αυτό», δηλαδή η /2.12.2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, «είναι κρίσιμο και αν ελαμβάνετο υπόψιν παρά του δικάσαντος την υπόθεση δευτεροβαθμίως Εφετείου Αθηνών διάφορος» (κατά την αιτούσα, πάντοτε) «θα ήταν η απόφασή του, θα εδέχετο δηλαδή την έφεσή» της «και την ένδικη αγωγή της στο σύνολό της. Επί της κρινόμενης αίτησης αναψηλάφησης, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω, πρέπει να ειπωθούν τα εξής:
Η αναψηλάφηση και η αναίρεση είναι αμφότερες έκτακτα, αλλά ανεξάρτητα μεταξύ τους ένδικα μέσα [Μιχαήλ Μαργαρίτης, στην Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα «Ερμηνεία του ΚΠολΔ (έκδ. 2000), κάτω απ το άρθρο 539 περιθωρ. αριθ. 5, σ. 967]. Η αναψηλάφηση (άρθρ. 538 - 551 του ΚΠολΔ) παρέχεται εναντίον τελεσίδικων αποφάσεων και επιτρέπεται μόνο για εξιδιασμένα σφάλματα της απόφασης, που αναφέρονται περιοριστικά στο νόμο (άρθρο 544 του ΚΠολΔ), τα σφάλματα αυτά αφορούν είτε σε παράβαση θεμελιωδών δικονομικών αρχών, που ανάγονται βασικώς στην παράσταση και στην εκπροσώπηση των διαδίκων, είτε σε αναληθή περιστατικά, που στήριξαν την προσβαλλόμενη απόφαση και έγιναν δεκτά δια μέσου αξιόποινων πράξεων που οδήγησαν σε καταδίκη (Νικόλαος Θ. Νίκας, «Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας», έκδ. 2012, σ. 694, περιθωρ. αριθ. 16). Η αναίρεση (άρθρ. 552-582 του ως άνω Κώδικα) είναι νομικό ένδικο μέσο, καθώς οδηγεί στον έλεγχο των νομικών μόνο σφαλμάτων της προσβαλλομένης τελεσίδικης απόφασης. Οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου της ουσίας, που αφορούν στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών ή στην εκτίμηση των αποδείξεων, δεν μπορούν ν αποτελέσουν αντικείμενο της αναιρέσεως και της κατ αναίρεση δίκης (Νικόλαος Θ. Νίκας, ό.π., σ. 695, περιθωρ. αριθ. 17). Πάντως διαδοχική σειρά ασκήσεως δεν προβλέπεται από το νόμο στο πλαίσιο των ως άνω εκτάκτων - ενδίκων μέσων. Οι προθεσμίες των τελευταίων τρέχουν παράλληλα, γι' αυτό αναψηλάφηση και αναίρεση μπορούν να ασκηθούν εναντίον της ίδιας τελεσίδικης απόφασης παράλληλα ή και συγχρόνως, και μόνον η συζήτηση της αναιρέσεως σε μια τέτοια περίπτωση αναστέλλεται, ωσότου εκδικασθεί η αναψηλάφηση, καθόσον «επιφυλάσσεται διαδικαστικά στην αναίρεση η θέση του κορυφαίου και τελειωτικού ενδίκου μέσου» (βλ. σχετ. Νικόλαος Θ. Νίκας, ό.π., σ. 696, περ. αριθ. 24-25 και σ. 822, περιθωρ. αριθ. 5). Πάντως η παραδοχή του ενός εκ των ως άνω ενδίκων μέσων καθιστά το άλλο χωρίς αντικείμενο, που απορρίπτεται λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος (βλ. σχετ. Νικόλαο Θ. Νίκα, ό.π., σ. 822, περιθωρ. αριθ. 5 και Μιχαήλ Μαργαρίτη, ό.π., σ. 967).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την /9.6.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ι.Β.Κ.**, ακριβές αντίγραφο της /2011 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, της οποίας επιδιώκεται η αναψηλάφηση, επιδόθηκε στην αιτούσα. Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης, που ασκήθηκε με κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου (συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 598 έως 612, 591 § 1 και 495 του ΚΠολΔ) στις 25.11.2011, δηλαδή μέσα στην εξάμηνη προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 605 του ΚΠολΔ, ασκήθηκε εμπρόθεσμα. Περαιτέρω όμως λεκτέα τα ακόλουθα: Από τα έγγραφα που μετ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι προκύπτει ότι οι διάδικοι σύζυγοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αντίθετες αγωγές διαζυγίου, με τις οποίες ζητούσαν τη λύση του γάμου τους, που τελέσθηκε στο Ν.Η.** Αττικής στις 30 Μαΐου 1988, ειδικότερα δε, η αιτούσα με την από 20.7.2006 και με αυξ. αριθ. εκθ. κατάθ. / / 31.7.2006 αγωγή της ζήτησε τη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο, και ήδη καθ ου η αίτηση, λόγω ισχυρού κλονισμού από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου καθ ου η αίτηση, και, επιπλέον, ζήτησε, όπως παραδεκτά στον πρώτο βαθμό περιόρισε το καταψηφιστικό της αίτημα σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι ο αντίδικός της οφείλει να της καταβάλει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 ) ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την επικαλούμενη στην ως άνω αγωγή αδικοπρακτική σε βάρος της συμπεριφορά, ο δε εναγόμενος καθ ου η αίτηση με την από 2.1.2007 και με αυξ. αριθ. εκθ. κατάθ. / /9.1.2008 αγωγή του ζήτησε τη λύση του γάμου τους λόγω ισχυρού κλονισμού, από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο της εναγομένης - αιτούσας. Επί των αντιθέτων αυτών αγωγών, που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η /2008 οριστική απόφαση του ειρημένου πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της ενάγουσας - αιτούσας, και έγινε δεκτή η αγωγή του αντιδίκου της, εν συνεχεία, δε, απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο της εναγομένης - αιτούσας. Κατά της αμέσως προηγούμενης απόφασης η τελευταία αυτή διάδικος άσκησε την από 11.6.2009 και με αυξ. αριθ. εκθ. κατάθ. / 12.6.2009 έφεσή της, με την οποία, για τους αναφερόμενους σ αυτήν λόγους ζήτησε την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου της και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η δική της αγωγή.
Μετά την εκδίκαση της εν λόγω έφεσης το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την /2011 απόφασή του, με την οποία έκρινε ότι: α) η ενάγουσα, και ήδη αιτούσα, δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει την πιο πάνω έφεση ζητώντας να απορριφθεί η αγωγή του τότε εφεσίβλητου και να λυθεί ο γάμος κατά παραδοχή της δικής της αγωγής, αφού ως προς το αίτημα αυτό, περί λύσεως του γάμου, από τις παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης επήλθε το αιτούμενο και με τις δύο αγωγές διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου των διαδίκων, δεδομένου ότι αμφότερες οι αγωγές είχαν ως αίτημα τη λύση του πιο πάνω γάμου. Με το σκεπτικό δε αυτό, κατά το μέρος που η μνησθείσα έφεση αναφέρεται στο περί της λύσης του γάμου των διαδίκων κεφάλαιο, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Β) Όσον αφορά τον έτερο λόγο της παραπάνω έφεσης, ήτοι εκείνον με τον οποίο η ήδη αιτούσα, και τότε εκκαλούσα, παραπονείτο για την απόρριψη του αιτήματος της αγωγής της, που αφορούσε την αναγνώριση οφειλής έναντι αυτής του αντιδίκου της για χρηματική της ικανοποίηση, το ίδιο Δικαστήριο έκρινε ότι η προεκτεθείσα έφεση είναι απορριπτέα ως αόριστη, δεδομένου ότι η τότε εκκαλούσα, και ήδη αιτούσα, «δεν διευκρινίζει τις πλημμέλειες της εκκαλουμένης αναφορικά με συγκεκριμένη σε βάρος της αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, που να δικαιολογεί τη σχετική αξίωσή της».
Η πιο πάνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών επιδόθηκε στην αιτούσα στις 9.6.2011 (βλ. την προαναφερθείσα /2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ι.Β.Κ.**), η δε εν λόγω διάδικος, εκτός από την ένδικη αναψηλάφηση, άσκησε εμπροθέσμως (συγκεκριμένα την 1η Ιουλίου 2011) κατά της ίδιας απόφασης αίτηση αναίρεσης (βλ. το από 24.9.2013 ακριβές αντίγραφο της από 29.6.2011 και με αυξ. αριθ. εκθ. κατάθ /2011 αίτησης αναίρεσης της Α.** θυγ. Α.** και Ε.Μ.** συζύγου Π.Κ.**). Με την αίτησή της αυτή η ανωτέρω διάδικος ειδικότερα ζητούσε να αναιρεθεί και ακυρωθεί η αναιρεσιβαλλομένη υπ αριθ. /2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, επί τω τέλει όπως γίνει δεκτή η έφεσή της «κατά της /2008 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ακολούθως γίνη καθ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή» της «κατά του αναιρεσιβλήτου και απορριφθή καθ ολοκληρίαν η αγωγή του αναιρεσιβλήτου εις βάρος» της. Επί της αμέσως προηγούμενης αιτήσεως αναίρεσης ο ’ρειος Πάγος εξέδωσε την /2012 απόφασή του, με την οποία το μεν δέχθηκε ότι το Εφετείο Αθηνών απορρίπτοντας τη σχετική έφεση της αιτούσας «κατά της πρωτόδικης απόφασης», για έλλειψη εννόμου αυτής συμφέροντος, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο», το δε κρίνοντας ότι η αιτούσα «δεν προβάλλει ορισμένο λόγο έφεσης ως προς το περί χρηματικής της ικανοποίησης κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης και απέρριψε κατά τούτο την έφεση ως αόριστη, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο κατά το βάσιμο τρίτο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγο του αναιρετηρίου». Με το σκεπτικό δε αυτό ο ’ρειος Πάγος με την προεκτεθείσα απόφασή του αναίρεσε την /2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος της που απέρριψε την έφεση της αιτούσας ως αόριστη και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο. Αφού όμως ο ’ρειος Πάγος προέβη στην παραδοχή, κατά το πιο πάνω μέρος της, της μνησθείσης αίτησης αναίρεσης, που ασκήθηκε, όπως και η ένδικη αίτηση αναψηλάφησης, εναντίον της ίδιας τελεσίδικης απόφασης, η αμέσως προηγούμενη αίτηση, κατά το μέρος της με το οποίο ζητείται η αναψηλάφηση της παραπάνω απόφασης κατά το κεφάλαιο της απόρριψης της χρηματικής ικανοποίησης, κατέστη άνευ αντικειμένου, και, επομένως, κατά το εν λόγω μέρος της πρέπει να απορριφθεί. Κατά το έτερο δε μέρος της, δηλαδή κατ εκείνο με το οποίο ζητείται η αναψηλάφηση της υπόθεσης σχετικά με τη λύση του γάμου των διαδίκων κατά παραδοχή και μόνο της αγωγής της αιτούσας και μετά από απόρριψη της αντίθετης αγωγής του καθ ου η αίτηση, η ένδικη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος στην αιτούσα προάσκηση αυτής. Τούτο διότι στην προκειμένη περίπτωση που συνεκδικάσθηκαν οι ειρημένες αντίθετες αγωγές διαζυγίου και η μία εξ αυτών έγινε δεκτή, ενώ η άλλη απορρίφθηκε, η ασκήσασα την τελευταία αιτούσα δεν έχει έννομο συμφέρον να στραφεί κατά της σχετικής τελεσίδικης απόφασης, με σκοπό να απορριφθεί εν τέλει η αγωγή του αντιδίκου της και να γίνει δεκτή η δική της αγωγή, καθόσον η έννομη συνέπεια που και αυτή επεδίωξε με την αγωγή της, δηλαδή η λύση του γάμου των διαδίκων στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει, και ως εκ τούτου το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι τον αντικειμενικό κλονισμό του γάμου (βλ. σχετ. και ΑΠ 639/ 2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 326/ 2010 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1934/2006, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 669/2005 ΕλλΔνη 2005. 1076, ΑΠ 1301/2005 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 3609/2012, αδημοσίευτη).
Κατ ακολουθίαν, δε, όλων των ανωτέρω, και μετά τις πιο πάνω διακρίσεις, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αιτούσα στη δικαστική δαπάνη του καθ ου η αίτηση (άρθρ. 183 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερον ορίζονται στο διατακτικό, ενώ σημειώνεται ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση επιβολής σε βάρος της αιτούσας της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ χρηματικής ποινής τάξεως, όπως αβασίμως διατείνεται ο καθ ου, διότι όταν η αιτούσα προέβη στην άσκηση της προρρηθείσης αιτήσεως αναψηλάφησης δεν απέβλεπε στην παρελκυστική διεξαγωγή της δίκης.