(Η περίληψη λήφθηκε από ΕφΑΔΠολΔ 2018,408)
[…] Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή (άρθρο 681 ΒΚΠολΔ), υπ’ αριθμ. 5363/2015 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση υπ’ αριθμ. 371/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά παραδοχή της από 29-7-2013 έφεσης του αναιρεσιβλήτου, δικάζοντας κατ’ ουσία την υπόθεση, δέχτηκε εν μέρει την από 26-4-2011 αγωγή της αναιρεσείουσας εναντίον του και υποχρέωσε αυτόν να καταβάλλει στην ενάγουσα πρώην σύζυγό του, το ποσό των 1000 ευρώ ως μηνιαία μεταγαμιαία διατροφή της, για τρία έτη από την επίδοση της αγωγής, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής.
Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της.
Κατά το άρθρο 1442 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το αρ. 16 του Ν. 1329/1983, "εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο: 1. αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας, που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει από αυτό τη διατροφή του, 2. αν έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι’ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, 3. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα, που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου, 4. σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής, κατά την έκδοση του διαζυγίου, επιβάλλεται από λόγους επιείκειας". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η μεν βασική προϋπόθεση της αξίωσης διατροφής, ήτοι "η αδυναμία εξασφάλισης της διατροφής του πρώην συζύγου από τα εισοδήματα ή την περιουσία του", πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής διατροφής, η δε πρόσθετη προϋπόθεση της αδυναμίας έναρξης ή συνέχισης της άσκησης επαγγέλματος (1442 παρ. 1) ή της ύπαρξης λόγων επιείκειας για την παροχή διατροφής (1442 παρ. 4), πρέπει να υπάρχει, κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου (ΑΠ. 1567/2012. ΑΠ 1921/2009). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό προς εκείνες των αρθρ. 1487 και 1493 του ΑΚ, οι οποίες, σύμφωνα με το αρθρ. 1443 του ίδιου κώδικα, όπως και αυτό ισχύει μετά το Ν. 1329/1983, εφαρμόζονται αναλόγως και για το δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο, συνάγεται ότι η αξίωση διατροφής μετά το διαζύγιο παρέχεται μόνο όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς, ώστε ο πρώην σύζυγος να μην μένει αβοήθητος, όταν δεν μπορεί με τα εισοδήματα, την περιουσία του ή το δυνάμενο να ασκηθεί από αυτόν επάγγελμα, να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις μετά το διαζύγιο συνθήκες ζωής του.
Συνεπώς, γενική προϋπόθεση για την γένεση αξίωσης διατροφής πρώην συζύγου, όταν ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο, μετά την ισχύ του Ν. 1329/1983, είναι η απορία του δικαιούχου πρώην συζύγου και η ευπορία του υπόχρεου, επιπλέον δε, από την πλευρά του δικαιούχου πρέπει να συντρέχει και μια από τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1442 Α.Κ. Ως απορία του δικαιούχου θεωρείται η αδυναμία του πρώην συζύγου να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα και την περιουσία του, ευπορία δε του υποχρέου, (που δεν σημαίνει οπωσδήποτε και κάποιο ιδιαίτερο πλούτο), η οποία, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των αρθρ.1487 και 1443 εδ.α’ ΑΚ, πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητείται διατροφή, είναι η δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή. Έτσι, είναι δυνατόν, ενόψει όλων των συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς ζωής του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υποχρέου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής, όταν ο πρώτος, που στο πρόσωπό του συντρέχει μια των προαναφερομένων πρόσθετων προϋποθέσεων (κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου αδυναμία άσκησης ή συνέχισης επαγγέλματος ή ύπαρξη λόγων επιείκειας), έχει μικρής έκτασης απρόσοδα περιουσιακά στοιχεία, των οποίων είτε είναι δυσχερής η εκποίηση, είτε επιβάλλεται η διατήρησή τους για λόγους προνοίας, προς εξασφάλισή του στο μέλλον για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης (ΑΠ 1567/2012, ΑΠ 1427/2012).
Εξάλλου κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 2267/2013). Δηλαδή ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, μόνον, όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για. την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011). Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι ορισμένος, εφόσον στο αναιρετήριο αναφέρεται σε τι συνίσταται ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών της απόφασης, δηλαδή εφόσον προσδιορίζεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια (ΟλΑΠ 20/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚπολΔ), προκύπτει ότι το Εφετείο, διαβεβαιώνοντας ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης τα ακόλουθα: "Oι διάδικοι συνήψαν, στις 20.7.1975, στην ... νόμιμο θρησκευτικό γάμο, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα, συνέζησαν έως τον μήνα Ιούνιο του έτους 1998 ότε η έγγαμη συμβίωση τους διεκόπη οριστικώς, και διαζεύχθησαν, δυνάμει της 5811/2005 αποφάσεως του Εφετείου τούτου, αμετακλήτως. Ο εναγόμενος (εκκαλών), ηλικίας 71 ετών, συνταξιούχος Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, προσέφερε τις υπηρεσίες του στο Νοσοκομείο ..." ως ιατρός Διευθυντής Κλινικής και μετά την 1.6.2006 συνταξιοδοτηθείς λαμβάνει μειωμένη σύνταξη 1.900 ευρώ μηνιαίους. Ως ιατρός πνευμονολόγος διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στην περιοχή "... και από την απασχόλησή του αυτή αποκομίζει κατά προσέγγιση 2.500 ευρώ μηνιαίως. Επιπροσθέτως, ο εναγόμενος μέχρι το έτος 2001 διατηρούσε ατομική επιχείρηση και συγκεκριμένως οίκο ευγηρίας στην περιοχή " ... σε μίσθιο κτήριο (580 τ.μ.) δυναμικότητος 55 κλινών. Μετά το έτος 2001, ο εναγόμενος είναι μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας υπό την επωνυμία "... Α.Ε" η οποία εκμεταλλεύεται τον οίκο ευγηρίας, εκ δε του συνόλου των μετοχών της ανήκει στον ίδιο (εναγόμενο) ποσοστό 90% και σε συγγενικά αυτού πρόσωπα το απομένον υπόλοιπον. Η ως άνω εταιρεία δυνάμει του .../2007 συμβολαίου απέκτησε αιτία πωλήσεως οικόπεδο 694.65 τ.μ. μετά του επ’ αυτού διωρόφου κτίσματος συγκειμένου από υπόγειο 170,07 τ.μ., ισόγειο 290,92 τ.μ. και πρώτο όροφο 270.12 τ.μ. όπου εξακολουθεί να στεγάζεται η επιχείρηση αυτή αναγραφομένου σε τούτο (συμβόλαιο) τιμήματος 573.684 ευρώ καταβληθέντος δια δανείου. Από την συμμετοχή του στην επιχείρηση αυτήν ο εναγόμενος αποκομίζει μηνιαίως κέρδη 6.000 ευρώ περίπου. Κατά την αποχώρησή του από την συζυγική οικία, ότε και διασπάσθηκε η έγγαμη συμβίωση, ο εναγόμενος εισέπραξε επενδυτικό λογαριασμό σε αμοιβαία κεφάλαια (με συνδικαιούχους τον ίδιο και την ενάγουσα) ποσού 48.746.629 δρχ. (ή 143.056 ευρώ), ήτο, επίσης, δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού ποσού 46.102 ελβετικών φράγκων ενώ δυνάμει της 55/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εισέπραξε και το ήμισυ του τιμήματος ποσού 264.123 ευρώ από την πώληση της ευρισκομένης στην ... συζυγικής οικίας. Κατά το έτος 2005 ο εναγόμενος αγόρασε την κειμένη στο ... κατοικία, όπου έκτοτε διαμένει μονίμως. Προς αγορά της κατοικίας αυτής έλαβε από την Τράπεζα "......" δάνειο ποσού 304.000 ευρώ προς αποπληρωμή του οποίου καταβάλλει ποσόν 2.96 ευρώ μηνιαίως. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν διαθέτει ο εναγόμενος και δεν είναι υπόχρεος προς διατροφή ουδενός άλλου ή μη μόνον της νυν συζύγου του μετά της οποίας, ήλθε εις κοινωνία γάμου στις 16.01.2009. Ετέρωθεν, η ενάγουσα, ηλικίας 66 ετών υπεβλήθη κατά το έτος 1990 σε χειρουργική επέμβαση ολικής υστερεκτομής, παρουσιάζει εκφυλιστικές αλλοιώσεις σπονδύλων της Ο.Μ.Σ.Σ και μετρίου βαθμού σκολίωση της ΟΜΣΣ με το κοίλο προς τα αριστερά με αποτέλεσμα να υποφέρει από κρίσεις οξείας οσφυαλγίας κατά τις οποίες πρέπει να παραμένει κλινήρης και χρήζει της βοηθείας άλλου προσώπου ενώ έχει συσταθεί και η υποβολή της σε φυσιοθεραπεία Ο.Μ.Σ.Σ. Ωσαύτως η ενάγουσα λαμβάνει από το ΙΚΑ σύνταξη 475 ευρώ μηνιαίως, διαμένει σε οικία 120 τ.μ. η οποία ευρίσκεται στην περιοχή "..." των Αθηνών και είναι α) κυρία της οικίας αυτής αγορασθείσας με το τίμημα το οποίο εισέπραξε από την πώληση του 1/2 εξ αδιαιρέτου της κειμένης στην ... συζυγικής οικίας και με καταναλωτικό δάνειο 20.000 ευρώ προς απόδοση του οποίου καταβάλλει στην Τράπεζα ..... 400 ευρώ μηνιαίως, β) συγκυρία κατά το ιδανικό μερίδιο του 1/2 εξ αδιαιρέτου με τον εναγόμενο μιάς εξοχικής οικίας κειμένης στην πολιτεία (... και ανεγερθείσας επί οικοπέδου 600 τ.μ. γ) αποκλειστικώς κυρία ενός οικοπέδου 282,40 τ.μ. κειμένου στην ίδια περιοχή και δ) κυρία ενός παλαιού IX επιβατηγού αυτοκινήτου. Η αξία και το ρευστοποιήσιμο των υπό στοιχείο β’ και γ’ ακινήτων δεν απεδείχθη ούτε προέκυψε ότι η ενάγουσα αποκομίζει εξ αυτών οιονδήποτε εισόδημα. Ειδικώς, η εκποίηση, αιτία πωλήσεως, του υπό στοιχείο β’ επικοίνου ακινήτου μόνον κατά το ιδανικό μερίδιο συγκυριότητος αναμένεται ότι δεν θα προσελκύσει το ενδιαφέρον υποψηφίων αγοραστών ώστε να αποβαίνει ανέφικτη ή πάντως, ιδιαιτέρως δυσχερής η, εκ μέρους της συγκυρίας ενάγουσας πώληση και μεταβίβαση του επ’ αυτού (επικοίνου) ιδανικού μεριδίου της. Εν πάσει περιπτώσει, η ενάγουσα ουδόλως υποχρεούται να εκποιήσει τα (υπό στοιχεία β,γ) ακίνητα καθόσον είναι ενδεχόμενο στο μέλλον να ανακύψει έκτακτη οικονομική ανάγκη η οποία να επιβάλλει την εκποίηση. Άλλη περιουσία δεν διαθέτει η ενάγουσα ούτε εισοδήματα από οιανδήποτε άλλη πηγή και δεν έχει υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων. Περαιτέρω, η ενάγουσα από της λύσεως του γάμου δεν μετέρχεται ούτε έχει, την δυνατότητα να μετέλθει οιονδήποτε βιοποριστικό επάγγελμα λόγω της προϊούσας της ηλικίας της. της επισφαλούς καταστάσεως της υγείας της και της ελλείψεως εργασιακών προσόντων σχετικώς. Εν όψει των ανωτέρω, η ενάγουσα, πράγματι, δεν ημπορεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην καθ’ ολοκληρίαν εξ ιδίων και τελεί σε μερική απορία υπό την συνδρομή της οποίας έχει αξίωση συμπληρωματικής διατροφής έναντι του (εναγομένου) τέως συζύγου της. Υπό τα αποδειχθέντα, η διατροφή της ενάγουσας ανέρχεται κατά τον κρίσιμο από την (επομένη) της επιδόσεως της αγωγής και επί τρία έτη χρόνον στο ποσόν των 1.475 ευρώ μηνιαίως, το οποίο είναι ανάλογο προς τις ανάγκες της όπως αυτές προέκυψαν από τις συνθήκες της ζωής της μετά το διαζύγιο και το οποίο (το ποσόν) ανταποκρίνεται σε όλα τα απαραίτητα έξοδα της αυτοτελούς διαβίωσής της. Ως εκ των δεδομένων τούτων, η ενάγουσα, εφ’ όσον στερείται, όπως προελέχθη, οιουδήποτε άλλου εισοδήματος εξόν της παρεχομένης από το ΙΚΑ μερικής (μόλις 475 ευρώ) μηνιαίας συντάξεως δικαιούται κατά τον κρίσιμο χρόνον, ν’ απαιτήσει από τον εναγόμενο τέως σύζυγο της συμπληρωματικής διατροφής ποσού 1.000 ευρώ μηνιαίως προς κάλυψη των βιοτικών αναγκών της".
Με βάση τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση του αναιρεσιβλήτου, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δικάζοντας κατ’ ουσία την υπόθεση, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσείουσας και υποχρέωσε τον εναγόμενο αναιρεσίβλητο τέως σύζυγό της να καταβάλει σε αυτή, για τρία έτη μετά την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 1000 ευρώ ως μεταγαμιαία μηνιαία διατροφή της ίδιας, εντόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τη συνδρομή των απαιτούμενων, για την επιδίκαση διατροφής κατά τις ανωτέρω διατάξεις, όρων και ειδικότερα όσον αφορά την ευπορία του αναιρεσιβλήτου και την απορία της αναιρεσείουσας, υπό την προεκτεθείσα έννοια, καθώς και τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού των 1475 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τις παραδοχές του, στην συνολική κάλυψη των μηνιαίων αναγκών διατροφής και διαβίωσής της, όπως αυτές προέκυψαν από τις συνθήκες της ζωής της μετά το διαζύγιο και ανταποκρίνεται σε όλα τα απαραίτητα έξοδα της αυτοτελούς διαβίωσής της, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να αναφέρει, "πως ανάγεται στο εν λόγω αριθμητικό μέγεθος". Οι παραδοχές δε αυτές, ενόψει του ότι, για την επιδίκαση διατροφής σε χρήμα στον πρώην σύζυγο από τον άλλο, δεν είναι απαραίτητο κατά το νόμο, να εξειδικεύονται οι επιμέρους ανάγκες τις ενάγουσας δικαιούχου και το απαιτούμενο για την κάλυψη καθεμίας τούτων χρηματικό ποσό, αλλά αρκεί μόνο, να αναφέρεται το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών αυτών, στηρίζουν με επάρκεια την ένδικη αξίωση διατροφής με το ως άνω αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος, ενώ ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά τις λοιπές αιτιάσεις του, είναι απαράδεκτος, καθόσον αυτές ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, στην ανάλυση και στάθμισή τους, καθώς και στην αιτιολόγηση του εξαγομένου από αυτές πορίσματος, το οποίο διατυπώνεται με σαφήνεια και πληρότητα.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό νόμιμα αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. […]