Αποκλεισμός κληρονομικού δικαιώματος του συζύγου επί συναινετικού διαζυγίου - ΟλΑΠ 3/2016

ΟλΑΠ 3/2016 ΕφΑΔ 2016,594 = ΧρΙΔ 2016,208

Αποκλεισμός του κληρονομικού δικαιώματος του συζύγου σε περίπτωση συναινετικού διαζυγίου. Μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4055/2012, ο αποκλεισμός επέρχεται μετά τη μοναδική (πλέον) απαιτούμενη δήλωση συναίνεσης των συζύγων για την έκδοση του διαζυγίου. Η ως άνω ρύθμιση εφαρμόζεται μεν αναδρομικά στις συζητηθείσες ήδη σε πρώτη συζήτηση αιτήσεις συναινετικών διαζυγίων, πλην όμως εκ της αναδρομικότητας δεν θίγονται τα θεμελιωθέντα μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4055/2012 κληρονομικά δικαιώματα των συζύγων.

 

[Η περίληψη έχει ληφθεί από τα ΧρΙΔ 2016,208.]

 

[…Ειδικότερα παραπέμπεται στην παρούσα Α΄ Τακτική Ολομέλεια το ζήτημα, αν, για τον αποκλεισμό, κατ’ άρθρο 1822 ΑΚ, του κληρονομικού δικαιώματος του (ή της) συζύγου, υπό το παλαιό καθεστώς της ΑΚ 1441 (διαδικασία έκδοσης συναινετικού διαζυγίου) χρειαζόταν μία ή και δεύτερη ενώπιον του δικαστηρίου δήλωση της συναίνεσης των συζύγων προς έκδοση διαζυγίου –όπως δέχθηκε ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθ. 432/1994 απόφασή του– ή ότι αρκεί μόνο μία, ενόψει και του νέου καθεστώτος της ΑΚ 1441 και της μεταβατικής διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 110 του ν. 4055/12-3-2012, ότι αυτό εφαρμόζεται και για τις συζητηθείσες σε πρώτη συζήτηση αιτήσεις συναινετικών διαζυγίων.

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 περ. α΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο δε κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 36/1988, ΟλΑΠ 4/2006).

ΙΙ. Το άρθρο 2 ΑΚ εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό βεβαιότητα των δικαιωμάτων ασφάλειας των συναλλαγών και σταθερότητας δικαίου, η οποία (αρχή) όμως δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι η διάταξη αυτή δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται, κατ’ αρχήν, να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευομένων δικαιωμάτων. Στο νόμο μπορεί να δοθεί αναδρομική δύναμη ρητώς ή σιωπηρώς (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του συνάγεται νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος. Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο Σύνταγμα από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας των νόμων που ορίζουν οι συνταγματικές διατάξεις, συνάγεται, ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύϊ νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1998). Έτσι, σύμφωνα, με τη ρύθμιση της ως άνω διεθνούς συνθήκης, μέσω της αναδρομικής ισχύος νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνο εφόσον, η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, αφού διαφορετικά η έναντι του κοινού νομοθέτη προστασία των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων θα έμενε χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 6/2007).

III. Από το συνδυασμό των άρθρων 1193, 1195, 1198, 1199 και 1710 ΑΚ σαφώς προκύπτει, ότι κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι). Ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία μόλις γίνει επαγωγή, η κυριότητα όμως ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί των κληρονομιαίων αντικειμένων αποκτάται από τον κληρονόμο αναδρομικώς από την ημέρα του θανάτου του κληρονομουμένου μόνο διά της μεταγραφής της αποδοχής κληρονομίας ή κληροδοσίας, ή διά μεταγραφής του κληρονομητηρίου (ΟλΑΠ 108/1978). Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1822 ΑΚ «Το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1441 παρ. 1 ΑΚ, όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4055/12.3.2012, «Όταν οι σύζυγοι συμφωνούν για το διαζύγιο, μπορούν να το ζητήσουν με κοινή αίτησή τους που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (συναινετικό διαζύγιο). Για να εκδοθεί συναινετικό διαζύγιο, πρέπει ο γάμος να έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν από την κατάθεση της αίτησης και η συμφωνία των συζύγων να δηλωθεί στο ακροατήριο, αυτοπροσώπως ή με ειδικό πληρεξούσιο, σε δύο συνεδριάσεις που να απέχουν μεταξύ τους έξι τουλάχιστον μήνες ... Εφόσον από την πρώτη συνεδρίαση πέρασαν δύο χρόνια, η δήλωση της συμφωνίας παύει να ισχύει», ενώ κατά την διάταξη του ίδιου άρθρου, μετά την αντικατάστασή του από τον ανωτέρω νόμο, «Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν το γάμο τους, εφόσον έχει διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κατάρτισή της. Η συμφωνία αυτή υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη και από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή του συμφωνητικού ...», η διάταξη δε αυτή, κατά το άρθρο 110 παρ. 1 του παραπάνω νόμου, έχει αναδρομική ισχύ, αφού τούτο ορίζει ότι: «Οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 2 εφαρμόζονται και για τις συζητηθείσες σε πρώτη συζήτηση αιτήσεις συναινετικών διαζυγίων». Ο Άρειος Πάγος, αναφορικά με τις διατάξεις των άρθρων 1822 και 1441 ΑΚ, όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4055/12.3.2012, με την 432/1994 απόφασή του έχει κρίνει, ότι «ως λόγος διαζυγίου στην άνω διάταξη του άρθρου 1822 ΑΚ νοείται το προβλεπόμενο από τα άρθρα 1439 και 1440 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά το ν. 1329/1983, διαπλαστικό δικαίωμα του ενός των συζύγων κατά του άλλου να επιφέρει τη λύση του γάμου τους με δικαστική απόφαση, ύστερα από άσκηση αγωγής, εκδικαζόμενης κατά την αμφισβητούμενη διαδικασία, ανεξάρτητα από τη βούληση του εναγομένου. Συνεπώς, η εκ μέρους των συζύγων υποβολή κοινής αιτήσεως για λύση του γάμου τους κατά το άρθρο 1441 ΑΚ δεν πληροί το πραγματικό της προπαρατεθείσας διάταξης, αφενός μεν γιατί δεν πρόκειται περί αγωγής, εκδικαζόμενης κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, αλλά περί αιτήσεως υπαγομένης στην εκούσια δικαιοδοσία, αφετέρου δε γιατί η αίτηση αυτή δεν θεμελιώνεται σε δικαίωμα δικαστικής διάπλασης, δηλαδή σε «λόγο διαζυγίου», αλλά σε απλά πραγματικά περιστατικά. Η αναλογική εφαρμογή του άνω άρθρου και στην περίπτωση συναινετικού διαζυγίου προϋποθέτει ότι έχει δημιουργηθεί στην εκούσια δικαιοδοσία, βάσει της υποβληθείσας κοινής αιτήσεως, δικονομική κατάσταση εξομοιούμενη με έγερση αγωγής διαζυγίου, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (δηλαδή το διαζύγιο) θα επέλθει, εφόσον υπάρχει βάσιμος λόγος, ανεξάρτητα από τη βούληση του εναγομένου. Τέτοια όμως δικονομική κατάσταση δημιουργείται επί κοινής αιτήσεως για έκδοση συναινετικού διαζυγίου μόνο μετά και τη δεύτερη ενώπιον του δικαστηρίου δήλωση της συναίνεσης των συζύγων προς έκδοση διαζυγίου. Συνεπώς μόνον αν ο θάνατος του ενός εξ αυτών επέλθει μετά τη δεύτερη αυτή δήλωση μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής το άρθρο 1822 ΑΚ και να αποκλείσει, βάσει αυτού, το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος» (βλ. και ΑΠ 597/2009 και ΑΠ 441/2004). Περαιτέρω, κατά την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1441 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4055/12.3.2012 και κατά τη μεταβατική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 110 του νόμου αυτού εφαρμόζεται και για τις συζητηθείσες σε πρώτη συζήτηση αιτήσεις συναινετικών διαζυγίων, για τη λύση του γάμου με συναινετικό διαζύγιο δεν απαιτείται πλέον ως προϋπόθεση για την απαγγελία του διαζυγίου η εκ μέρους των συζύγων επανάληψη της συναίνεσής τους με δεύτερη κοινή δήλωσή τους, αλλά αρκεί ως προϋπόθεση η μία και μόνη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Υπάρχει, δηλαδή, πλέον λόγος διαζυγίου, όπως απαιτεί η ΑΚ 1822, η οποία, κατά τα άνω, εφαρμόζεται γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή κατ’ αναλογία. Η αναδρομική όμως λύση του γάμου δεν συνεπάγεται και την ανατροπή αποτελεσμάτων που επήλθαν μέχρι το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του ανωτέρω νόμου και αφορούν δικαιώματα προστατευόμενα από το Σύνταγμα, γιατί δεν προκύπτει τέτοια θέληση του νομοθέτη, ούτε τέτοια ρύθμιση, η οποία άλλωστε θα ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα, συμπορεύεται με τον επιδιωκόμενο σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος απέβλεψε με την αντικατάσταση του άρθρου 1441 ΑΚ και περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 1 του ως άνω νόμου στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, θεωρώντας ότι η δικαστική προστασία, όπως διαγράφεται από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τότε μόνο εκπληρώνει το σκοπό της, όταν απονέμεται σύντομα (βλ. Αιτιολογική έκθεση του ν. 4055/2012).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της ένδικης από 9-7-2010 αγωγής, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι ο Α.Γ., υιός των δύο πρώτων και αδελφός του τρίτου από αυτούς, κάτοικος εν ζωή ... πέθανε στις 13-2-2010 χωρίς να αφήσει διαθήκη. Ότι ο ως άνω αποβιώσας είχε συνάψει στις 30-12-2007 νόμιμο θρησκευτικό γάμο με την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη, από τον οποίο δεν είχαν αποκτήσει τέκνα και για τη λύση του οποίου είχαν υποβάλει την από 11-11-2009 κοινή αίτηση έκδοσης συναινετικού διαζυγίου και ότι πριν από το θάνατό του Α.Γ. και συγκεκριμένα στις 27-11-2009 είχε λάβει χώρα η πρώτη, όχι όμως και η δεύτερη συζήτηση της ανωτέρω αίτησης, και ότι με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά έχει χωρήσει αποκλεισμός του κληρονομικού δικαιώματος της ήδη αναιρεσίβλητης εναγομένης επί της κληρονομίας του αποβιώσαντος υιού και αδελφού τους, με αποτέλεσμα στην κληρονομική διαδοχή αυτού να καλούνται μόνο αυτοί κατά ποσοστό ένα τρίτο (1/3) εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους, ως εγγύτεροι στην ζωή συγγενείς του και μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησαν να αναγνωριστεί το κληρονομικό αυτό δικαίωμά τους, εφόσον η ήδη αναιρεσείουσα εναγομένη το αμφισβητεί. Κατά τα προεκτεθέντα, η αγωγή αυτή, έχοντας το παραπάνω ιστορικό και αίτημα, είναι μη νόμιμη, καθόσον ο θάνατος του κληρονομούμενου Α.Γ., που έλαβε χώρα στις 13-2-2010, χωρίς ο τελευταίος να αφήσει διαθήκη, είχε ως συνέπεια να καταστεί η αναιρεσίβλητη-εναγομένη, εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου (άρθρ. 1820 σε συνδυασμό με 1814 ΑΚ), και ως εκ τούτου να καταστεί κυρία των πραγμάτων (κινητών και ακινήτων) που ανήκαν στην κυριότητα του κληρονομουμένου από το χρόνο της επαγωγής κληρονομίας ήτοι από το χρόνο θανάτου αυτού, κατά το ανωτέρω ποσοστό, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα (παρ. ΙΙΙ). Η επελθούσα δε νομοθετική μεταβολή του άρθρου 1441 ΑΚ με το ν. 4055/2012, που τέθηκε σε ισχύ στις 2-4-2012 ήτοι δύο και πλέον έτη αργότερα, σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται πλέον η δήλωση της συμφωνίας των συζύγων για τη λύση του γάμου τους σε δύο διαφορετικές συνεδριάσεις του δικαστηρίου, δεν μπορεί στην προκειμένη περίπτωση να εφαρμοστεί, διότι ενδεχόμενη αναδρομική εφαρμογή της θα είχε ως συνέπεια την συνταγματικά ανεπίτρεπτη ανατροπή των ήδη κτηθέντων κληρονομικών δικαιωμάτων της αναιρεσίβλητης-εναγομένης, δεν συντρέχει δε λόγος προστασίας γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας (παρ. II). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών) που έκρινε την εν λόγω αγωγή ως μη νόμιμη, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1822 ΑΚ και 1441 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το ν. 4055/2012, τις οποίες, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν παραβίασε. Και, επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ παραπεμφθείς ενώπιον της Α΄ Τακτικής Ολομέλειας πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, για παραβίαση των ως άνω διατάξεων των άρθρων 1822, 1441 ΑΚ και 110 παρ. 1 του Ν.4055/2012, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, όπως κρίνεται ομοφώνως από την ως άνω σύνθεση της Α΄ Ολομέλειας του Αρείου Πάγου…]

Ανακοινώσεις

  • Στατιστικά στοιχεία για το οικογενειακό δίκαιο 2017-2018

    Επισυνάπτεται το από 07.10.2019 έγγραφο του Πρωτοδικείου Αθηνών.

  • Οι θέσεις της ΕΟΔ επί του νομοσχεδίου του Υπ. Δικαιοσύνης για την (συν)επιμέλεια τέκνων

    Ενόψει του διαλόγου που διεξάγεται για το ζήτημα της συνεπιμέλειας, η ΕΟΔ  καταθέτει στη δημόσια συζήτηση ορισμένες απόψεις και διευκρινίσεις που θεωρεί αναγκαίες.

  • E-mail επικοινωνίας ΕΟΔ

    Για εγγραφές νέων μελών, διευκρινίσεις σχετικά με τις εσπερίδες και τα ετήσια συνέδρια που διοργανώνει η Εταιρία Οικογενειακού Δικαίου, καθώς και κάθε συναφές ζήτημα με τη λειτουργία της ΕΟΔ, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αποστέλλουν e-mail στη διεύθυνση Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..