Συμψηφισμός εκατέρωθεν αξιώσεων συμμετοχής στα αποκτήματα

ΑΠ 1478/2017 ΧριΔ 2018,103 

Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Σε περίπτωση αύξησης της περιουσίας αμφοτέρων των συζύγων γεννώνται δύο αυτοτελείς αξιώσεις συμμετοχής στα αποκτήματα, υποκείμενες σε συμψηφισμό στο μέτρο που επικαλύπτονται. 

(Η περίληψη λήφθηκε από ΧρΙΔ 2018,103)

 

[…] Κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 του ΑΚ: "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η απαίτηση κάθε συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι κατ’ αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αυξήσεως του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση, του δικαιούχου. Ο κανόνας, όμως, αυτός, δεν αποκλείει την εξουσία του δικαστή να διατάξει, δεχόμενος σχετικό αίτημα του συζύγου, ενοχικά πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου με αυτούσια απόδοση είτε ανάλογου ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας προς το ποσοστό της συμμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου (ΟλομΑΠ 28/1996). Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία: κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (χρόνος λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή της συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αφού αναχθεί σε τιμές του χρόνου γενέσεως της αξιώσεως, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου, που δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής. Ειδικότερα, για τη διαπίστωση της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υποχρέου, δηλαδή του εναγομένου συζύγου, ώστε από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γενέσεως της αξιώσεως (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Οι ενδιάμεσες αυξομειώσεις της περιουσίας είναι αδιάφορες. Ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει μεταξύ άλλων ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Η συμβολή, τέλος, του ενός συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου μπορεί να γίνει είτε με την παροχή κεφαλαίων (εισφορά χρήματος, κεφαλαιουχικών αγαθών κατά χρήση), είτε με παροχή υπηρεσιών, που αποτιμώνται σε χρήμα και δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες κατά το άρθρο 1390 ΑΚ (ΑΠ 3/2016). Είναι δυνατό όμως κατά τη διάρκεια του γάμου να έχουν αυξηθεί οι περιουσίες και των δύο συζύγων. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, κάθε σύζυγος έχει τη δική του (αυτοτελή) αξίωση κατά του άλλου, με την έννοια ότι γεννιούνται δύο αμοιβαίες αξιώσεις συμμετοχής στα αποκτήματα, για καθεμία από τις οποίες εξετάζονται χωριστά οι προϋποθέσεις και το ύψος της. Οι δύο αμοιβαίες αξιώσεις υπόκεινται σε συμψηφισμό, προτεινόμενο από τον εναγόμενο σύζυγο, εφόσον κατευθύνονται στη χρηματική αξία του ανάλογου ποσοστού περιουσίας. Στην περίπτωση δε αυτή, η προβαλλόμενη σε συμψηφισμό ανταξίωση του εναγομένου συζύγου διέπεται από τους κανόνες του άρθρου 1400 ΑΚ (ΑΠ 658/2005).

 Συνεπώς από το νόμο δεν προκύπτει η ανάγκη σύγκρισης των αυξήσεων των δύο περιουσιών, ώστε η διαφορά τους να αποτελέσει το αντικείμενο μίας μόνο αξίωσης προς μία κατεύθυνση και συγκεκριμένα κατά του συζύγου με τη μεγαλύτερη αύξηση. Άλλωστε, κάθε αξίωση διατηρεί την αυτοτέλειά της, αφού μπορεί και οι λοιπές προϋποθέσεις (εκτός από την αύξηση της περιουσίας του υποχρέου) να ποικίλλουν λ.χ. να διαφέρει το μέγεθος συμβολής του καθενός στην αύξηση της περιουσίας του άλλου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νομίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015, "κατ’ εξαίρεση ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο αναίρεσης από εκείνους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 4, 14, 16, 17 και 19 του άρθρου 559".

 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της υπό κρίση από 22.7.2014 αγωγής του αναιρεσίβλητου, στην ιστορική και νομική βάση αυτής, όπως παραδεκτά διορθώθηκε, διαλαμβάνονται τα εξής: Ότι οι διάδικοι συνήψαν γάμο την 6.7.1985, που λύθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση την 26.7.2013. Ότι κατά την τέλεση του γάμου κανείς από τους δύο δεν είχε περιουσία, κατά δε τη διάρκειά του απέκτησαν και οι δύο κινητή και ακίνητη περιουσία, η συνολική αξία της οποίας υπολογίζεται κατά τη λύση αυτού σε 1.406.220,24 ευρώ. Ότι η ανωτέρω περιουσία απαρτίζεται: α) από τα λεπτομερώς αναφερόμενα ακίνητα τα οποία ανήκουν στη συγκυριότητα και των δύο συζύγων κατά τα επικαλούμενα ιδανικά μερίδια, β) από ακίνητα επίσης λεπτομερώς αναφερόμενα τα οποία ανήκουν στην αποκλειστική κυριότητα του ενάγοντος, γ) από ένα ακίνητο που ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα της εναγομένης, συνολικής αξίας όλων αυτών (α+β+γ) 779.249 ευρώ και δ) από την αναφερόμενη κινητή περιουσία (καταθέσεις, ομολογίες, μετοχές), που ανήκει και στους δύο ισομερώς και έχει συνολική αξία 626.971,24 ευρώ. Ότι η εναγομένη κατά τη διάρκεια του γάμου εισέπραξε από την εκποίηση μέρους των ανωτέρω ακινήτων συνολικά τίμημα 141.250 ευρώ και από αναλήψεις και εκποιήσεις κινητών αξιών 173.115,56 ευρώ και συνολικά 314.365,56 ευρώ. Ότι στη δημιουργία της προαναφερόμενης περιουσίας και των δύο συζύγων (κοινής και ατομικής του καθένα) ο μεν ενάγων συνέβαλε με την εισφορά εισοδημάτων και την παροχή προσωπικών υπηρεσιών, κατά τον προσδιοριζόμενο στην αγωγή τρόπο, σε ποσοστό 77,35%, η δε εναγομένη κατά το υπόλοιπο (22,65%) ποσοστό. Ότι εξ αιτίας αυτών η εναγομένη δικαιούταν να λάβει από το σύνολο της ως άνω περιουσίας μέρος, που αποτιμάται χρηματικά στο ποσό των 318.508,83 ευρώ (1.406.220,24 Χ 22,65% = 318.508,83), ενώ ήδη έλαβε από τις κατά τη διάρκεια του γάμου εκποιήσεις 314.365,56 ευρώ, έτσι ώστε να έχει καλυφθεί η αξίωσή της για συμβολή στην ως άνω περιουσία τους, όλη δε η υπόλοιπη κοινή ακίνητη περιουσία τους πρέπει να μεταβιβασθεί κατά το ανήκον στην εναγομένη ιδανικό μερίδιο στον ενάγοντα για την ικανοποίηση της από το άρθρο 1400 ΑΚ αξιώσεώς του. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, αφού αναγνωρισθεί το ανωτέρω ποσοστό συμβολής του, να του αποδοθεί η συμβολή του στη δημιουργία του συνόλου της περιουσίας αυτούσια με την προς αυτόν απόδοση του ποσοστού συγκυριότητας της εναγομένης επί των κοινών ακινήτων, καταδικαζόμενη προς τούτο σε ανάλογη συμβολαιογραφική δήλωση βουλήσεως. Ζήτησε επίσης να υποχρεωθεί η εναγομένη να του πληρώσει και ποσό 4.143,27 ευρώ κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο και γι’ αυτό το σχετικό κεφάλαιο δεν προσβάλλεται με λόγο αναίρεσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε νόμιμη την αγωγή κατά το πρώτο αίτημά της (1400 ΑΚ) και εν τέλει την έκανε δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.

 Ωστόσο, σύμφωνα και με τις ανωτέρω νομικές σκέψεις, εσφαλμένα έκρινε νόμιμη την αγωγή αυτή και υπήγαγε το παρατιθέμενο σ’ αυτήν ιστορικό και αίτημα στη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, διότι με αυτήν δεν εζητείτο, όπως ο ανωτέρω κανόνας δικαίου προβλέπει, η (χρηματική ή αυτούσια) απόδοση στον ενάγοντα του ποσοστού συμβολής του στην περιουσία, που απέκτησε η εναγομένη σύζυγός του κατά τη διάρκεια του γάμου και υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσης αυτού, δεδομένου ότι ενδιάμεσες αυξομειώσεις της περιουσίας του υποχρέου είναι αδιάφορες, δηλαδή δεν εζητείτο το 77,35% των κινητών και ακινήτων, που υπήρχαν κατά τη λύση του γάμου και αποτελούσαν την τελική περιουσία της εναγομένης (αποκτήματα), αλλά το 100% του ιδανικού μεριδίου αυτής επί της κοινής ακίνητης περιουσίας των δύο συζύγων. Και τούτο διότι, κατά τα εξιστορούμενα στην αγωγή, κατά τη διάρκεια του γάμου αυξήθηκε η περιουσία και των δύο συζύγων και κατόπιν συγκρίσεως της αυξήσεως των δύο περιουσιών η ενάγουσα με τις αναφερόμενες εκποιήσεις κατά τη διάρκεια του γάμου εισέπραξε συνολικά 314.365,56 ευρώ, ποσό το οποίο κάλυψε την αντίστοιχη δική της απαίτηση για συμμετοχή στα αποκτήματα του ενάγοντος συζύγου της με αποτέλεσμα να μη δικαιούται κάτι επί πλέον, ενώ αντίθετα ο ενάγων να δικαιούται την προς αυτόν απόδοση (μεταβίβαση) του ποσοστού συγκυριότητας της εναγομένης επί των κοινών ακινήτων προς κάλυψη του δικού του ποσοστού συμβολής στην αύξηση της περιουσίας της. Δηλαδή ο ενάγων, συγκρίνοντας τις αυξήσεις των δύο περιουσιών (αυτού και της συζύγου του) και το ποσοστό συμβολής του καθενός συζύγου, προέβη μόνος του σε συμψηφισμό της ανταπαίτησης της εναγομένης κατ’ αυτού για την κατά ποσοστό 22,65% συμβολή της, υπολογίζοντας μάλιστα το ποσοστό αυτό όχι επί της αυξήσεως της δικής του αποκλειστικά περιουσίας, αλλά επί του συνόλου της περιουσίας και των δύο. Μετά από το συμψηφισμό αυτό θεωρεί ότι η υπέρ αυτού διαφορά αποτελεί το αντικείμενο μίας μόνο απαίτησης με κατεύθυνση κατά της εναγομένης ως της συζύγου με τη μεγαλύτερη αύξηση. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε το αντίθετο, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ με κακή εφαρμογή και ιδρύεται έτσι ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, που εξετάζει αυτεπαγγέλτως ο Άρειος Πάγος, αφού πρόκειται για σφάλμα συναγόμενο από την ίδια την απόφαση (άρθρο 562 παρ. 2β ΚΠολΔ), σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, διάταξη η οποία εξυπηρετεί την απονομή του δικαίου, διότι δεν είναι ορθό να μένει άθικτη εσφαλμένη νομικά απόφαση εξ αιτίας του ότι δεν προτάθηκε ο προσήκων λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 1447/2002). Μετά από αυτά παρέλκει η έρευνα των προβαλλόμενων από την αναιρεσείουσα λόγων αναίρεσης.

 Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο, εφόσον δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4139/2013) και στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη. Ο αναιρεσίβλητος που νικήθηκε πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα της τελευταίας, όπως στο ειδικότερα διατακτικό αναφέρεται (άρθρα 176, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 4 του άρθρ. 495 ΚΠολΔ η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτήν. […]

 

Ανακοινώσεις

  • Στατιστικά στοιχεία για το οικογενειακό δίκαιο 2017-2018

    Επισυνάπτεται το από 07.10.2019 έγγραφο του Πρωτοδικείου Αθηνών.

  • Οι θέσεις της ΕΟΔ επί του νομοσχεδίου του Υπ. Δικαιοσύνης για την (συν)επιμέλεια τέκνων

    Ενόψει του διαλόγου που διεξάγεται για το ζήτημα της συνεπιμέλειας, η ΕΟΔ  καταθέτει στη δημόσια συζήτηση ορισμένες απόψεις και διευκρινίσεις που θεωρεί αναγκαίες.

  • E-mail επικοινωνίας ΕΟΔ

    Για εγγραφές νέων μελών, διευκρινίσεις σχετικά με τις εσπερίδες και τα ετήσια συνέδρια που διοργανώνει η Εταιρία Οικογενειακού Δικαίου, καθώς και κάθε συναφές ζήτημα με τη λειτουργία της ΕΟΔ, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αποστέλλουν e-mail στη διεύθυνση Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..