Λήξη της ελεύθερης ένωσης και απόδοση περιουσιακών επαυξήσεων των συμβιούντων κατά τη διάρκειά της

Άρθρο του Ζαφείριου Τσολακίδη, Επίκ. Καθηγητή της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, δημοσιευμένο σε ΕφΑΔ 2015, σελ. 98 επ.

 

 

Ζαφείριος Ν. Τσολακίδης, Επ. Καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Περίληψη: Κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης ενδέχεται ο ένας από τους δύο συμβιούντες να έχει συμβάλει στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου. Αντικείμενο της μελέτης είναι η εξέταση των δυνατοτήτων αναζήτησης της συμβολής αυτής μετά την λήξη της ελεύθερης ένωσης. Αποκρούεται το ενδεχόμενο αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων για τη συμμετοχή στα αποκτήματα και θεμελιώνεται η δυνατότητα αξιοποίησης των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, την οποία δέχεται πλέον και η νομολογία.

 

Ι. Το πρόβλημα

Κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης [1] , ιδίως όταν αυτή έχει διαρκέσει για σχετικά μακρό χρονικό διάστημα, είναι εξαιρετικά πιθανόν ο ένας από τους δύο συμβιούντες να έχει συμβάλει στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου. Η επαύξηση αυτή μπορεί να έχει επέλθει είτε άμεσα, δια ευθειών περιουσιακών επιδόσεων του ενός συμβιούντος προς τον άλλον, είτε έμμεσα, δια της εξοικονομήσεως από τον ωφελούμενο δαπανών της συμβιώσεως, τις οποίες καλύπτει ο άλλος. Ακόμη, πάντως, και οι ευθείες περιουσιακές επιδόσεις δεν συναρτώνται κατά κανόνα ρητώς με την ύπαρξη ή την διατήρηση της ελεύθερης ενώσεως, ούτε γίνεται μνεία ενδεχομένου αποδόσεώς τους.

Όπως είναι προφανές, ενόσω η ελεύθερη ένωση διαρκεί δεν τίθεται κατά κανόνα από τον παρέχοντα ζήτημα αποτίμησης ή απόδοσης τυχόν ωφέλειας από την ανωτέρω περιουσιακή επαύξηση. Αυτή γίνεται αντιληπτή είτε ως συμβολή σε κοινές ανάγκες είτε ως παροχή προς πρόσωπο που τελεί σε «κοινότητα βίου». Εάν όμως η ελεύθερη ένωση λυθεί για οποιονδήποτε λόγο, ανακύπτει το ερώτημα εάν η επαύξηση αυτή θα παραμείνει στην περιουσία του ωφελουμένου ή εάν το πρόσωπο που συνέβαλε σε αυτήν δικαιούται να την αναζητήσει, εν όλω ή εν μέρει.

Ενδεχόμενες νομικές βάσεις για την αναζήτηση αυτή φαίνεται να είναι αφενός μεν η διάταξη που προβλέπει απόδοση της συμβολής ενός συζύγου στα αποκτήματα του άλλου, κατά τη διάρκεια του γάμου (ΑΚ 1400), αφετέρου δε η γενική διάταξη που θεσπίζει αξίωση απόδοσης πλουτισμού που επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία (ΑΚ 904). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις όμως, επικρατεί αμφισβήτηση ως προς το κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των αντίστοιχων διατάξεων. Ακριβέστερα, στην περίπτωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού αμφισβητείται προεχόντως εάν μετά τη λήξη της ελεύθερης ένωσης εκλείπει η νόμιμη αιτία διατήρησης της παροχής στην περιουσία του λήπτη της. Στην περίπτωση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, είναι μάλλον σαφές ότι δεν είναι δυνατή η intra legem προσφυγή στην διάταξη, που προϋποθέτει την ύπαρξη γάμου και στασιάζεται εάν είναι δυνατή η praeter legem, αναλογική εφαρμογή της διάταξης επί λήξεως ελευθέρων ενώσεων. Στη συνέχεια, επιχειρείται διερεύνηση της δυνατότητας αξιοποιήσεως των εν λόγω νομικών βάσεων, σύμφωνα με τα πορίσματα της ελληνικής θεωρίας και νομολογίας.

ΙΙ. Εφαρμογή των διατάξεων για τη συμμετοχή στα αποκτήματα

1. Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα και αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού

Σύμφωνα με το άρθρο 1400 ΑΚ «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή».

Με την ίδρυση της ανωτέρω αξιώσεως, ο νομοθέτης του Ν 1329/1983 επεδίωξε να θεσπίσει μία αυτοτελή βάση για την απόδοση του μέρους της (κατά την διάρκεια του γάμου) επαύξησης της περιουσίας του ενός συζύγου, στο οποίο είχε συμβάλει ο άλλος σύζυγος. Η ρυθμιστική αφετηρία της αξιώσεως είναι συναφής με αυτή της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού: η γένεση (ενοχικής) αξίωσης προς απόδοση της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου, λόγω της προέλευσης της αύξησης αυτής από τις δυνάμεις του δικαιούχου. Εν όψει τούτου, υποστηρίζεται ευρέως η άποψη ότι η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα «είναι μία αξίωση όμοιας φύσης και ίδιας αποστολής με την αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού» [2] .

Ωστόσο, υφίστανται μεταξύ των δύο αξιώσεων και επί μέρους διαφορές, οι οποίες ως επί το πλείστον ευνοούν τον δικαιούχο. Η εύνοια εκδηλώνεται προεχόντως με την πρόβλεψη ότι προϋπόθεση γένεσης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα αποτελεί απλώς η επαύξηση της περιουσίας ενός συζύγου με συμβολή του άλλου, χωρίς να εξετάζεται εάν υπάρχει ή όχι «νόμιμη αιτία» για τη διατήρηση της συμβολής αυτής στην περιουσία του πλουτίσαντος συζύγου μετά τη λύση του γάμου [3] , περαιτέρω δε καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο ως προς την ύπαρξη τέτοιας συμβολής κατά τη διάρκεια του γάμου. Εξάλλου, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα είναι αυστηρά προσωποπαγής (πρβλ. ΑΚ 1401), προϋποθέτει συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υποχρέου, η οποία συνιστά κριτήριο ευρύτερο της προβλεπόμενης στο άρθρο 904 ΑΚ ζημίας [4] και δεν υπόκειται στην αρχή της επικουρικότητας ή της αμεσότητας της περιουσιακής μεταβολής, οι οποίες, κατά μία άποψη, διέπουν την αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού [5] . Περαιτέρω, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα εξοπλίζεται εκ του νόμου με τίτλο για την εγγραφή υποθήκης (ΑΚ 1262 περ. 4) και παρέχει δικαίωμα σε καθέναν από τους συζύγους να ζητήσει την παροχή ασφάλειας από τον άλλον (ΑΚ 1402), υπόκειται όμως σε βραχύτερη (διετή) παραγραφή (ΑΚ 1401 εδ. γ΄), σε σχέση με την εικοσαετή παραγραφή της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού [6] .

Από όσα εν συντομία εξετέθησαν μόλις ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η δυνατότητα ή μη εφαρμογής των διατάξεων για την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα έχει πρακτική σημασία, ακόμη και αν γίνει δεκτή η εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Οι δύο αξιώσεις, αν και έχουν όμοια δικαιολογητική βάση και συναφείς προϋποθέσεις, δεν ταυτίζονται· εν πάση δε περιπτώσει, η άσκηση της αξιώσεως των άρθρων 1400 ΑΚ παρέχει μεγαλύτερες ευχέρειες στον δικαιούχο. Παρουσιάζει επομένως αυτοτελές ενδιαφέρον, η έρευνα της δυνατότητας εφαρμογής των άρθρων 1400 επ. ΑΚ στην περίπτωση της ελεύθερης ένωσης.

2. Οι υποστηριχθείσες σχετικώς απόψεις

Κατά την απολύτως κρατούσα γνώμη στη νομολογία [7] , προς την οποία συντάσσεται και μεγάλο μέρος της θεωρίας [8] , η διαφοροποίηση γάμου και ελεύθερης ένωσης είναι αξιολογικά τόσο κρίσιμη, ώστε να μη δικαιολογείται η εφαρμογή των άρθρων 1400 επ. ΑΚ στην ελεύθερη ένωση.

Τα επιχειρήματα της κρατούσας γνώμης μπορεί να συγκεφαλαιωθούν στη διαπίστωση ότι η αναλογική εφαρμογή των άρθρων 1400 ΑΚ προϋποθέτει βάση αναλογίας, η οποία θα δικαιολογούσε την επέκταση της ρύθμισης και στην ελεύθερη ένωση. Τέτοια όμως κρίσιμη βάση αναλογίας δεν υφίσταται, όπως συνάγεται από τρία ιδίως στοιχεία:

(α) Η ελεύθερη ένωση παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές σε σχέση με τον γάμο, ως προς τα πλείστα στοιχεία της (σύσταση, λειτουργία, λύση, δικαιώματα και υποχρεώσεις κ.ο.κ.). Οι διαφορές αυτές δεν δικαιολογούν την επέκταση της ρύθμισης του γάμου στην ελεύθερη ένωση. Συνήθως πάντως η επίκληση του εν λόγω επιχειρήματος δεν συνοδεύεται από μνεία ποιο είναι το κρίσιμο χαρακτηριστικό του γάμου, που δικαιολογεί ειδικώς την ρύθμιση του άρθρου 1400 ΑΚ, αλλά δεν συντρέχει στην περίπτωση της ελεύθερης ένωσης.

(β) Ο νομοθέτης γνώριζε το 1983, και πάντως γνωρίζει στο διαδραμόν χρονικό διάστημα, το φαινόμενο της ελεύθερης ένωσης και το εξομοιώνει ρυθμιστικά με τον γάμο σε ορισμένες περιπτώσεις, που αυτός θεωρεί κρίσιμες κατά τις εκάστοτε επιχειρηθείσες σταθμίσεις και αξιολογήσεις (ΑΚ 1444 παρ. 2 και 1456-1457, Ν 3089/2002, άρθρο 1 παρ. 4 περ. β Ν 3418/2005, άρθρο 1 παρ. 2 περ. γ Ν 3500/2006 κ.ο.κ.). Συνάγεται, επομένως, εξ αντιδιαστολής, ότι ο νομοθέτης εξακολουθεί να επιλέγει να μην επεκτείνει την εφαρμογή των διατάξεων για την συμμετοχή στα αποκτήματα επί ελεύθερων ενώσεων.

(γ) Οι συμβιούντες είχαν την δυνατότητα να τελέσουν γάμο. Η επιλογή τους να μην υπαγάγουν την συμβίωσή τους στη ρύθμιση του γάμου συνιστά εκδήλωση της ιδιωτικής τους αυτονομίας και έκφραση της βούλησής τους η σχέση τους να μη διέπεται από τους ισχύοντες για τον γάμο κανόνες δικαίου. Κατά λογική ακολουθία, οι διατάξεις του γάμου δεν μπορεί εκ των υστέρων να εφαρμοσθούν.

Μεγάλο μέρος της θεωρίας είχε πάντως προσανατολισθεί στην αναλογική εφαρμογή της ρύθμισης στις περιπτώσεις ελεύθερης συμβίωσης, επικαλούμενη κατά βάση την ομοιότητά της με το γάμο, καθώς και την αντίστοιχη ανάγκη προστασίας του ασθενέστερου συμβίου [9] . Ειδικότερα προβλήθηκαν τα ακόλουθα επιχειρήματα:

(α) Η αδυναμία γενικής εξομοίωσης της ελεύθερης ένωσης με τον γάμο δεν συνεπάγεται ότι ορισμένες από τις διατάξεις που διέπουν τον γάμο δεν μπορεί να εφαρμοσθούν στην ελεύθερη ένωση, στο μέτρο που η εφαρμογή αυτή δεν βλάπτει τον γάμο. Ούτε το Σύνταγμα, ούτε η κοινή νομοθεσία απαγορεύει την εφαρμογή αυτή. Ωστόσο, η διαπίστωση ότι η εφαρμογή μιας διάταξης δεν αποκλείεται ρητώς δεν σημαίνει ότι η επέκταση σε περίπτωση που εμπίπτει εκτός του πεδίου εφαρμογής της επιτρέπεται άνευ ετέρου. Από τους υποστηρικτές της θέσης αυτής δεν αναλύεται πώς θα επιτευχθεί η επέκταση της εφαρμογής χωρίς την διαπίστωση κενού στην ρύθμιση της ελεύθερης ένωσης.

(β) Η συμβίωση σε ελεύθερη ένωση δεν συνιστά αναγκαίως επιλογή αμφοτέρων των συμβίων. Ενδέχεται η διατήρηση στο καθεστώς αυτό να οφείλεται σε επιβολή της βούλησης του ισχυρότερου στον αδύναμο, που αδικείται και ως προς την οικονομική του συνεισφορά. Η αδυναμία ανάκτησης περιουσιακών επαυξήσεων επιτείνει την άτοπη αυτή κατάσταση.

(γ) Ακόμη και αν αμφότεροι οι συμβιούντες επέλεξαν ενσυνειδήτως να μη συνάψουν γάμο, η πρόθεσή τους να μην υπόκεινται σε δεσμεύσεις δεν συνεπάγεται ότι επιθυμούν να αδικηθεί οικονομικά λόγω της συμβίωσης ο σύντροφός τους. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και αν αυτή ήταν η επιθυμία του ευπορότερου, η έννομη τάξη δεν επιτρέπεται να ανεχθεί μία τέτοια αδικία.

3. Το ζήτημα μετά την ψήφιση του Ν 3719/2008

Η κατάσταση φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί εν μέρει μετά την ψήφιση του Ν 3719/2008 και την εισαγωγή του θεσμού του συμφώνου συμβίωσης. Με το άρθρο 6 εδ. 1 Ν 3719/2008 παρέχεται στους συμβαλλομένους η δυνατότητα, είτε με το σύμφωνο είτε με μεταγενέστερη συμφωνία τους, υποκείμενη στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, να ρυθμίζουν την τύχη των αποκτημάτων κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. Στο εδ. 2 ορίζεται ότι «αν δεν υπάρχει συμφωνία για τα αποκτήματα, το κάθε μέρος έχει, μετά τη λύση του συμφώνου, αξίωση κατά του άλλου για ό,τι αυτό απέκτησε και με τη δική του συμβολή». Δεν προβλέπεται, όμως, τεκμήριο για την ύπαρξη ή το ύψος αυτής της συμβολής [10] . Είναι, επομένως, προφανές ότι τυχόν ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 1400 ΑΚ επ. στην περίπτωση συμβιούντων που δεν έχουν καν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, θα έφερε τον δικαιούχο (εξαιτίας του τεκμηρίου συμβολής που προβλέπει το άρθρο 1400 παρ. 1 εδ. 2 ΑΚ, όχι όμως ο Ν 3719/2008) σε -αδικαιολόγητα- ευμενέστερη θέση από ό,τι εάν αυτός είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.

Η διαπίστωση αυτή έχει οδηγήσει μέρος της θεωρίας, που τασσόταν υπέρ της αναλογικής εφαρμογής των άρθρων 1400 επ. ΑΚ στην ελεύθερη ένωση, να διαφοροποιήσει την στάση της και να δεχθεί ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί πλέον να υποστηριχθεί, αφού δεν θεωρείται εύλογο οι εκτός συμφώνου ενώσεις να υπάγονται ως προς την απόδοση των περιουσιακών επαυξήσεων σε ευνοϊκότερη μεταχείριση από τις συμβιώσεις που υπήχθησαν σε σύμφωνο συμβίωσης [11] . Η μόνη δυνατότητα που, κατά μία άποψη, απομένει είναι η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 6 εδ. 2 Ν 3719/2008 στην περίπτωση προσώπων που συμβιούν σε ελεύθερη ένωση, χωρίς να έχουν συνάψει σύμφωνο [12] .

4. Οι παράμετροι της αντιμετώπισης του ζητήματος

Είναι ευνόητο ότι για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για την συμμετοχή στα αποκτήματα στην περίπτωση της ελεύθερης ένωσης δεν αρκεί η διαπίστωση ότι η εφαρμογή αυτή είναι σκόπιμη ή ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα (ενός ή και όλων) των μερών περισσότερο από άλλες εφαρμοζόμενες διατάξεις. Η αναλογία συλλαμβάνεται στην έννομη τάξη μας ως μέθοδος πληρώσεως κενών. Προϋποτίθεται, επομένως, διαπίστωση κενού στην περίπτωση της ελεύθερης συμβίωσης, αναφορικά με την απόδοση αποκτημάτων κατά τη διάρκειά της.

Εν τούτοις, ως γνωστόν, για τη διαπίστωση κενού απαιτείται σύνθετη αξιολογική κρίση, με αυξημένες μάλιστα υποχρεώσεις αιτιολογίας, ακριβώς διότι ο εφαρμοστής δεν κινείται πλέον εντός των ορίων συγκεκριμένης τεθειμένης ρύθμισης, αλλά εισάγει ρύθμιση σε κατ’ αρχήν αρρύθμιστη περίπτωση (κινείται δηλαδή praeter legem). Η κρίση διέρχεται δύο διαδοχικά στάδια. Εν πρώτοις, απαιτείται διάγνωση ότι σε συγκεκριμένο βιοτικό πραγματικό δεν μπορεί να εφαρμοσθεί συγκεκριμένη ρύθμιση, αφού το εν λόγω πραγματικό κείται εκτός του δυνατού γλωσσικού ορίου του πραγματικού ενός κανόνα [13] . Μόνη η διαπίστωση αυτής της αδυναμίας δεν είναι όμως αρκετή για την επέκταση της ρύθμισης και στην αρρύθμιστη περίπτωση: είναι προφανές πως κάθε ρύθμιση έχει διακεκριμένο πεδίο εφαρμογής, και πως ό,τι ισχύει σε μία περίπτωση δεν δύναται άνευ ετέρου να επεκταθεί και σε άλλες: εάν αυτό συνέβαινε, η λειτουργική θέση του δικαστή θα προσέγγιζε αυτήν του νομοθέτη.

Στην κατεύθυνση αυτή, θεωρείται περαιτέρω αναγκαία η αξιολογική κρίση ότι η επέκταση της ρύθμισης στην αρρύθμιστη περίπτωση είναι επιβεβλημένη με βάση αξιολογήσεις εμπεριεχόμενες στο ισχύον δίκαιο, εμφανίζεται δηλαδή αυτή να αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της ισχύουσας έννομης τάξης [14] . Απαιτείται, αρχικά, να σταθμισθεί κατά πόσον η ρυθμιστική ανάγκη που καλύπτει η υφιστάμενη ρύθμιση δεν καλύπτεται, σε αντίστοιχο βαθμό, από την εφαρμογή άλλων διατάξεων που είναι εφικτό να εφαρμοσθούν στην αρρύθμιστη περίπτωση, κατά πόσον δηλαδή υφίσταται πράγματι έλλειψη ρύθμισης του κρίσιμου ζητήματος. Ακολούθως, είναι αναγκαία η σύγκριση της αρρύθμιστης περίπτωσης με τυχόν ρυθμισμένες, ώστε να διαγνωσθεί εάν υφίσταται μεταξύ τους ομοιότητα ως προς τα κρίσιμα για τη ρύθμιση περιστατικά, εάν δηλαδή υφίσταται ανάμεσά τους βάση αναλογίας. Προϋποτίθεται, σχετικώς, η διάγνωση ότι η κατάσταση των συμφερόντων είναι τέτοια που να μπορεί, εν όψει και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, να δικαιολογηθεί η κρίση ότι η νομοθετική αξιολόγηση, την οποία εκφράζει η υφιστάμενη ρύθμιση, όσον αφορά στην πρόσδοση ορισμένων έννομων συνεπειών στο ρυθμιζόμενο πραγματικό περιστατικό, ισχύει και στην αρρύθμιστη περίπτωση [15] . Εν πάση, δε, περιπτώσει, η κρίση ότι η επέκταση της ρύθμισης στην αρρύθμιστη περίπτωση εμφανίζεται επιβεβλημένη με βάση τις αξιολογήσεις της έννομης τάξης απαιτεί περαιτέρω η επέκταση αυτή να μην οδηγεί σε αξιολογική αντινομία, να εναρμονίζεται δηλαδή με τις σταθμίσεις και τις αξιολογήσεις της έννομης τάξης στο ρυθμιζόμενο, αλλά και σε συναφή ζητήματα.

Στην ερευνώμενη περίπτωση, η απόδοση περιουσιακών επιδόσεων κατά την διάρκεια της ελεύθερης ένωσης ή, εν γένει, της επαύξησης της περιουσίας του ενός συμβιούντος με την συμβολή του άλλου μπορεί να επιτευχθεί υπό τις προϋποθέσεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (βλ. αμέσως κατωτ. υπό ΙΙΙ). Το πρόβλημα δηλαδή της απόδοσης δεν απομένει παντελώς αρρύθμιστο και στην περίπτωση της ελεύθερης ένωσης. Είναι, βέβαια, προφανές ότι η εφαρμογή των διατάξεων για την συμμετοχή στα αποκτήματα παρέχει στον δικαιούχο περισσότερες διευκολύνσεις σε σχέση με την αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού (βλ. ανωτ. υπό ΙΙ, 1). Μόνη όμως αυτή η διευκόλυνση δεν αρκεί, όπως ήδη επισημάνθηκε, για να δικαιολογήσει την επέκταση της ρύθμισης για την συμμετοχή στα αποκτήματα και στην περίπτωση της ελεύθερης συμβίωσης.

Η ελεύθερη ένωση αποτελεί αναγνωριζόμενη από την έννομη τάξη πραγματική κατάσταση, με λειτουργικά χαρακτηριστικά που ομοιάζουν με τον γάμο. Βασικό χαρακτηριστικό της ελεύθερης ένωσης, που την διακρίνει από τον γάμο, για το οποίο μάλιστα προεχόντως επιλέγεται από τα μέρη, είναι η σχεδόν παντελής έλλειψη υπαγωγής της σε νομικούς κανόνες. Τούτο εκδηλώνεται όχι μόνον στην (παντελώς άτυπη) σύσταση και στην (απολύτως ελεύθερη) δυνατότητα –και μονομερούς- λύσης της, αλλά και στην λειτουργία της: η συμβίωση, η συνεισφορά στις κοινές ανάγκες, η κοινή προς τα έξω παράσταση δεν αποτελούν αντικείμενο νομικής υποχρέωσης (πρβλ. άρθρα 1386, 1389 ΑΚ), αλλά εκούσιας επιλογής. Αυτή η έλλειψη νομικής δέσμευσης αποτελεί, άλλωστε, το προέχον κριτήριο επιλογής της ελεύθερης ένωσης στην σύγχρονη εποχή [16] . Η εν λόγω ενσυνείδητη επιλογή της μη υπαγωγής σε νομικούς κανόνες συνεπάγεται ασφαλώς και την αδυναμία εφαρμογής ευνοϊκών για τα μέρη διατάξεων, οι οποίες προϋποθέτουν γάμο (συμμετοχή στα αποκτήματα, εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα, νόμιμη μοίρα, συνταξιοδοτικά δικαιώματα). Η αδυναμία αυτή όμως αποτελεί εκδήλωση της ιδιωτικής αυτονομίας των συμβιούντων. Εάν τα μέρη επιθυμούσαν να διασφαλίσουν κάποιο από τα ανωτέρω έννομα αποτελέσματα, μπορούσαν να συνάψουν είτε γάμο, είτε σύμφωνο συμβίωσης ή, εν πάση περιπτώσει, να μεριμνήσουν για την κατάρτιση δικαιοπραξιών που κατατείνουν σε όμοιο ή συναφές αποτέλεσμα (σύναψη χαριστικών ή μη συμβάσεων για τις επιδόσεις εντός της συμβίωσης, σύνταξη διαθήκης κ.ο.κ.) [17] .

Εξάλλου, ειδικότερα ως προς το ζήτημα της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, η επέκταση της ρύθμισης και στις ελεύθερες ενώσεις μετά την ισχύ του Ν 3719/2008 αναδεικνύει πράγματι μια αξιολογική αντινομία: ο δικαιούχος που υπήγαγε την συμβίωσή του σε κάποια, ασθενέστερη έστω, ρύθμιση, συνάπτοντας σύμφωνο συμβίωσης βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση ως προς την δυνατότητα αναζήτησης της συμβολής του στην επαύξηση της περιουσίας του συντρόφου του, σε σχέση με το πρόσωπο που ενσυνειδήτως επέλεξε να μην υπαχθεί σε κανενός είδους νομική δέσμευση. Ο τελευταίος θα μπορεί να επικαλεσθεί την αποδεικτική διευκόλυνση του τεκμηρίου της συμβολής στο 1/3 της επαύξησης.

Εν όψει τούτων, δεν φαίνεται να μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι διατάξεις των άρθρων 1400 επ. ΑΚ είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν στην ελεύθερη ένωση, αφού η έλλειψη αντίστοιχης ρύθμισης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κενό. Οι σχέσεις που γεννώνται από την ελεύθερη ένωση δεν υπάγονται στη νομική μεταχείριση των έγγαμων σχέσεων, μέρος της οποίας είναι και η ρύθμιση της συμμετοχής στα αποκτήματα. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι καμία περιουσιακή επαύξηση κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης δεν μπορεί να αποδοθεί. Νομική βάση για την απόδοση αυτής της περιουσιακής επαύξησης του ενός συντρόφου με την συμβολή του άλλου κατά την διάρ-κεια της συμβίωσης είναι δυνατόν να αποτελέσουν οι διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες, ως κανόνες γενικής εφαρμογής, διέπουν την αποκατάσταση κάθε περιουσιακής μετακίνησης που επέρχεται χωρίς νόμιμη αιτία. Ούτε όμως το ζήτημα αυτό ήταν αναμφίλεκτο στη σύγχρονη ελληνική θεωρία και νομολογία, όπως θα εκτεθεί στην αμέσως επόμενη ενότητα.

ΙΙΙ. Εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό

1. Η θέση της ελληνικής νομολογίας

Η πάγια, μέχρι πρότινος νομολογία των δικαστηρίων [18] , αρνείτο να εφαρμόσει στην ελεύθερη ένωση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Προς δικαιολόγηση της κρίσης αυτής προβαλλόταν ότι «στα πλαίσια της ελεύθερης συμβίωσης είναι δυνατόν να λαμβάνουν χώρα εκατέρωθεν παροχές και υπηρεσίες, οι οποίες όμως κι αν ακόμη είναι άνισες φέρουν συνήθως τον χαρακτήρα δωρεάς ή ανωνύμου συναλλάγματος, για τις οποίες δεν υφίσταται κατ` αρχήν ούτε αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού με τη λύση της σχέσης αυτής, αφού αυτές έλαβαν χώρα οικειοθελώς στα πλαίσια της ενλόγω κοινωνίας βίου (ελεύθερης συμβίωσης) και προς πραγμάτωση αυτής». Εθεωρείτο, δηλαδή, ότι κάθε περιουσιακή επαύξηση επέρχεται στο πλαίσιο δωρεάς ή άλλης χαριστικής δικαιοπραξίας εκ μέρους του παρέχοντος προς τον σύντροφό του και ως εκ τούτου υφίσταται νόμιμη αιτία για την διατήρηση της επαύξησης στην περιουσία του λήπτη της και μετά την λήξη της ελεύθερης ένωσης. Εξαίρεση θεωρήθηκε από ορισμένα δικαστήρια της ουσίας ότι υφίστατο μόνον «αν εξ αφορμής της εξώγαμης συμβίωσης δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ένα συμβίο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση κάποιου όχι ορισμένου αλλά οριστικού περιουσιακού ανταλλάγματος (π.χ. οικονομική εξασφάλιση για το μέλλον) ή μελλοντικού γάμου» [19] , [20] . Η πάγια αυτή άποψη της νομολογίας επαναλήφθηκε στην απόφαση 206/2011 του Αρείου Πάγου: «...η εξώγαμη συμβίωση και η σιωπηρώς ενυπάρχουσα συμφωνία για την αμοιβαία, μέσα στο πλαίσιο της δημιουργούμενης σχέσεως εμπιστοσύνης, παροχή υπηρεσιών ή περιουσιακή επίδοση μεταξύ των συμβιούντων αποτελεί αιτία διατηρήσεως των εντεύθεν περιουσιακών ωφελειών του ενός ή του άλλου, που αποκλείει την αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού...».

Η θέση της νομολογίας ερείδεται στην παραδοχή ότι κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης οι συμβιούντες γνωρίζουν ότι δεν υφίσταται μεταξύ τους υποχρέωση συμβολής στις τυχόν κοινές ανάγκες ή άλλης παροχής προς το πρόσωπο με το οποίο συμβιούν. Κατά συνέπεια, κάθε παροχή μεταξύ τους αποτελεί δωρεά ή άλλη χαριστική δικαιοπραξία και, για τον λόγο αυτόν, ο αποκτώμενος πλουτισμός δικαιολογείται να διατηρηθεί στην περιουσία του λήπτη και μετά τη λήξη της ελεύθερης συμβίωσης. Εν τούτοις, η ανωτέρω αιτιολόγηση του αποκλεισμού της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού μπορεί να εγείρει δικαιολογημένες αντιρρήσεις. Αποτελεί ασφαλώς κοινό τόπο ότι βασικότερη αιτία διατήρησης πλουτισμού στην περιουσία του πλουτίσαντος είναι η βούληση του παρέχοντος τον πλουτισμό, η οποία συνήθως θα περιλαμβάνεται σε υποσχετική δικαιοπραξία. Η περιουσιακή όμως επίδοση προς ένα πρόσωπο δεν αποκλείεται είτε να μην εκφράζει καν βούληση του παρέχοντος προς πορισμό περιουσιακής ωφέλειας στον λήπτη, είτε, και αν ακόμη υπάρχει τέτοια βούληση, να μην συνοδεύεται από πρόθεση οριστικής διατήρησης της ωφέλειας στην περιουσία του λήπτη. Η πρώτη περίπτωση μπορεί να συντρέχει όταν η παροχή πραγματοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού, οπότε αντικείμενο της βούλησης του παρέχοντος αποτελούσε η συμβολή της παροχής στην επίτευξη του σκοπού και όχι κατ’ ανάγκην ο μέσω της παροχής πλουτισμός του λήπτη· η δεύτερη περίπτωση εμφανίζεται όταν, ακόμη και αν άμεσος σκοπός του δότη είναι κατ’ αρχήν ο πλουτισμός του λήπτη, δεν είναι όμως βέβαιο ότι ο δότης επιθυμεί ο πλουτισμός αυτός να διατηρηθεί στην περιουσία του λήπτη στο διηνεκές. Αντιστοίχως με όσα μόλις εκτέθηκαν, μία παροχή κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης δεν μπορεί a priori να θεωρείται ότι εκφράζει ελευθεριότητα με τελικό σκοπό τον πλουτισμό του λήπτη· η συγκεκριμένη παροχή μπορεί να είχε μόνον ως σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινής συμβίωσης (οικονομική συνεισφορά με σκοπό την αγορά κατοικίας για τη στέγαση του ζεύγους, καταβολή των μισθωμάτων της κοινής κατοικίας ή άλλων δαπανών διαβίωσης κ.ο.κ.) και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αυτονόητο ότι η βούληση του παρέχοντος κατέτεινε στη διατήρηση τυχόν ωφέλειας στην περιουσία του λήπτη και μετά τη λήξη της ελεύθερης συμβίωσης.

Επομένως, μόνος ο οικειοθελής χαρακτήρας της παροχής ή η γνώση της ανυπαρξίας νομικής υποχρέωσης προς συνεισφορά στις ανάγκες της κοινής συμβίωσης δεν αρκεί για να συναχθεί εκ μέρους του παρέχοντος διάθεση ελευθεριότητας προς τον λήπτη της παροχής, ούτε βούλησή του να αποδεσμευθεί η διατήρηση της παροχής από τη λήξη της συμβίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός μιας παροχής ως «δωρεάς» προϋποθέτει διάγνωση της βούλησης του παρέχοντος για πορισμό περιουσιακής ωφέλειας και οριστική διατήρησή της στην περιουσία του λήπτη. Δεν αποκλείεται όμως η εν λόγω δικαιοπραξία μεταξύ των συμβιούντων να συσχετίζει την παροχή με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού της συμβίωσης ή πάντως να την περιορίζει χρονικά στη διάρκεια της συμβίωσης. Είναι ευνόητο ότι στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις η αναζήτηση της παροχής κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αποτελεί δυνατότητα στην οποία ακριβώς απέβλεψαν τα μέρη κατά την πραγματοποίηση της παροχής.

Προσφάτως, η απόφαση 1926/2013 του Αρείου Πάγου δεν εξέτασε ευθέως, αλλά άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο εφαρμογής των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό («Είναι όμως δυνατή η ευθεία εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αν σε συγκεκριμένη περίπτωση ελεύθερης συμβιώσεως συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των»). Αντίστοιχο obiter dictum είχε εκφρασθεί και στην απόφαση 874/2008, την οποία απασχόλησε ως κύριο ζήτημα η εφαρμογή των διατάξεων για την συμμετοχή στα αποκτήματα.

2. Οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των άρθρων 904 ΑΚ

Σε αντιδιαστολή με τις θέσεις της νομολογίας, υποστηρίχθηκε [21] ότι οι υποσχετικές δικαιοπραξίες μεταξύ των συμβιούντων κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης δεν ανταποκρίνονται κατά κανόνα στον «τύπο» της δωρεάς, της υπόσχεσης δηλαδή του δωρητή ότι θα μεταβιβάσει προς τον δωρεοδόχο ένα δικαίωμα με σκοπό ο τελευταίος να το διατηρήσει οριστικά στην περιουσία του. Είναι, αντιθέτως, εύλογο να θεωρήσει κανείς ότι, ιδίως σε περιπτώσεις χαριστικών επιδόσεων χρημάτων ή περιουσιακών αντικειμένων μεγάλης αξίας, σκοπός του παρέχοντος δεν είναι η κτήση και η οριστική διατήρηση του περιουσιακού αντικειμένου από τον λήπτη, ανεξαρτήτως της εξέλιξης της ελεύθερης ένωσης. Ο παρέχων είτε αποσκοπεί απλώς στην εξυπηρέτηση αναγκών της κοινής συμβίωσης (λ.χ. στην απόκτηση περιουσιακού αντικειμένου, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί από τους δύο συμβιούντες), είτε επιδιώκει μεν τον πορισμό ωφέλειας προς τον συμβιούντα με αυτόν, ακριβώς όμως λόγω της συγκεκριμένης ιδιότητάς του.

Τίθεται, όμως, περαιτέρω το ζήτημα ποια μπορεί να είναι η επίδραση της ματαίωσης των επιδιώξεων του σκοπού του παρέχοντος συμβίου στην διατήρηση της παροχής στην περιουσία του άλλου. Τούτο, διότι, όπως είναι προφανές, αιτία κάθε επίδοσης αποτελεί μια υποσχετική δικαιοπραξία, η οποία εμπεριέχει τη βούληση του υποσχόμενου (δότη) προς μετακίνηση του πλουτισμού στην περιουσία του λήπτη και κατ’ αρχήν (στο βαθμό που δεν συνάγεται χρονικός ή άλλος περιορισμός) προς οριστική διατήρησή του από τον λήπτη. Για τον λόγο αυτόν, η υποσχετική δικαιοπραξία, ακριβέστερα η περιεχόμενη σε αυτήν βούληση του δότη, θεωρείται ότι συνιστά νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού από τον λήπτη. Μεταβολή όμως αυτής της βούλησης του δότη είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί μόνον στο μέτρο που επιτρέπεται (ex nunc ή ex tunc) ανατροπή της υποσχετικής σύμβασης: η αρχή pacta sunt servanda δεν θα είχε νόημα εάν κάθε συμβαλλόμενος μπορούσε να επικαλεσθεί απλή μεταμέλεια, η οποία δεν θα επέφερε μεν τυπικώς κατάργηση της σύμβασης, θα αρκούσε όμως για να επιφέρει εμμέσως ανατροπή των αποτελεσμάτων της δια της γένεσης αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τέτοια ανατροπή μπορεί να επέλθει είτε εάν τέτοια δυνατότητα προβλέφθηκε στη σύμβαση (ως αίρεση, λόγος υπαναχώρησης κ.ο.κ.), είτε εάν συντρέχει άλλος προβλεπόμενος στο νόμο λόγος (λ.χ. δικαίωμα ακύρωσης ή περίπτωση εφαρμογής της ΑΚ 388). Εάν τέτοια περίπτωση δεν υφίσταται, ο παρέχων δεν φαίνεται να μπορεί να επικαλεσθεί μεταβολή της βούλησής του προς διατήρηση του πλουτισμού από τον λήπτη, ενόσω ακόμη διατηρείται σε ισχύ η causa της εκποιητικής δικαιοπραξίας, στην οποία εκφράσθηκε αρχικά η εν λόγω βούληση.

Εν όψει τούτου, μόνη η επίκληση της ματαίωσης των στόχων που επεδίωκε με μία χαριστική δικαιοπραξία ο παρέχων δεν μπορεί να παράσχει άνευ ετέρου έρεισμα για την έμμεση ανατροπή της μέσω της αναζήτησης του παρασχεθέντος με αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τούτο δεν σημαίνει βέβαια ότι αποκλείεται η βούληση ως αιτία διατήρησης του πλουτισμού να συναρτάται με τη συνδρομή προϋποθέσεων, ιδίως με την ευόδωση συγκεκριμένου σκοπού. Θα πρέπει όμως η αναγνώριση τέτοιων περιπτώσεων να γίνεται με περίσκεψη, ώστε να διαπιστώνεται κάποιας μορφής σύνδεση του σκοπού αυτού με την υποσχετική δικαιοπραξία στην οποία εκφράσθηκε η βούληση του παρέχοντος. Τέτοια σύνδεση μπορεί να είναι η διαμόρφωση του σκοπού ως κοινού δικαιοπρακτικού θεμελίου ή ως όρου διατήρησης της ισχύος της δικαιοπραξίας (δια της πρόβλεψης λόγου υπαναχώρησης ή και διαλυτικής αίρεσης)· είναι πάντως αναγκαία η διά-γνωση συναντίληψης των μερών (και όχι λ.χ. μονομερούς, ενδόμυχης προσδοκίας του ενός συμβαλλομένου) ότι η δικαιοπραξία συνήφθη με στόχο την πραγμάτωση ορισμένης επιδίωξης, η ματαίωση της οποίας αίρει τη δικαιολογητική βάση της διατήρησης του πλουτισμού στην περιουσία του λήπτη του.

Στην περίπτωση της ελεύθερης ένωσης, ειδικότερα, είναι σαφές ότι όλες οι περιουσιακές επιδόσεις κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης συμβίωσης δεν εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, ούτε μπορεί συλλήβδην για όλες να συναχθεί κοινό συμπέρασμα ως προς το εάν ο παρέχων επιθυμούσε ή όχι την οριστική διατήρηση τυχόν επερχόμενου με την παροχή πλουτισμού στην περιουσία του λήπτη. Ο νομικός χαρακτηρισμός κάθε υποσχετικής δικαιοπραξίας, σε εκτέλεση της οποίας επέρχεται περιουσιακή μεταβίβαση μεταξύ προσώπων που συμβιούν σε ελεύθερη ένωση, δεν μπορεί να είναι σε όλες τις περιπτώσεις κοινός. Ενόψει τούτου, είναι σκόπιμη η διάκριση επί μέρους κατηγοριών περιουσιακών επιδόσεων με κριτήριο το είδος της παροχής, τον σκοπό που αυτή εξυπηρετεί στο πλαίσιο της ελεύθερης ένωσης και τις συνήθεις και ευλόγως αναμενόμενες περιστάσεις πραγματοποίησης παρόμοιων παροχών.

Στην κατεύθυνση αυτή, μπορεί συνοπτικά να διακριθούν επί μέρους τύποι περιπτώσεων [22] :

(α) Κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης, οι ανάγκες της κοινής διαβίωσης (κατοικία, διατροφή, αναψυχή) καλύπτονται με συμβολές των δύο συμβιούντων. Στο βαθμό που με την (υπερβάλλουσα) συμβολή του ενός καλύπτονται και ανάγκες του άλλου (λ.χ. ο ένας από τους δύο καταβάλλει εξ ολοκλήρου το μίσθωμα της κοινής τους κατοικίας) θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα, μήπως ο εξοικονομών το δικό του μερίδιο δαπανών πλουτίζει αδικαιολόγητα εις βάρος του άλλου. Δεδομένου όμως ότι οι συμβιούντες γνωρίζουν ότι δεν υφίσταται (αντίστοιχη της προβλεπόμενης στο άρθρο 1389 ΑΚ) υποχρέωση συμβολής για την αντιμετώπιση των αναγκών της συμβίωσης, είναι δικαιολογημένο να υποστηριχθεί ότι όταν ένας από αυτούς καλύπτει αποκλειστικά ή πάντως σε δυσανάλογο μέρος τις τρέχουσες δαπάνες της κοινής διαβίωσης, τελεί σε επίγνωση του γεγονότος ότι με τις ενέργειές του επέρχεται ενδεχομένως πλουτισμός του άλλου μέρους και το αποδέχεται. Εν όψει τούτου, μπορεί να κριθεί ότι η κάλυψη αναγκών της κοινής συμβίωσης από ένα μέρος δεν πραγματοποιείται με πρόθεση αναζήτησης των καταβληθέντων, αλλά με χαριστική διάθεση προς το άλλο μέρος.

(β) Στις –σπανιότερες, αλλά όχι εντελώς ασυνήθεις- περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών χωρίς αμοιβή από τον ένα συμβιούντα στο επάγγελμα ή την επιχείρηση του άλλου, ο πλουτισμός προήλθε από διαρκή παροχή, ο δε παρέχων τις υπηρεσίες πράγματι επιθυμούσε κατά το χρόνο της παροχής να τις προσφέρει χωρίς αντάλλαγμα, και μόνον μετά τη λήξη της ελεύθερης συμβίωσης μετέβαλε τη βούλησή του. Ιδιαιτερότητα της εν λόγω «μεταμέλειας» συνιστά όμως ότι η πρόθεση ελευθεριότητας είχε ως γενεσιουργό αιτία εξ αρχής και αποκλειστικά την ιδιότητα του αποδεχόμενου τις υπηρεσίες ως συμβιούντος σε ελεύθερη ένωση με τον παρέχοντα. Η παροχή υπηρεσιών χωρίς αντάλλαγμα στο επάγγελμα ή την επιχείρηση του άλλου μέρους αποτελεί εκδήλωση ελευθεριότητας, η οποία δικαιολογείται αποκλειστικά από το γεγονός ότι ο «λήπτης» των υπηρεσιών αποτελεί πρόσωπο που συμβιώνει σε ελεύθερη ένωση με τον παρέχοντα. Η βούληση του παρέχοντος τις υπηρεσίες να μην αμειφθεί για αυτές συναρτάται ευθέως με τη διατήρηση της ελεύθερης συμβίωσης. Ως εκ τούτου, η λήξη της ελεύθερης συμβίωσης συνεπάγεται κατά κανόνα και παύση της βούλησης του παρέχοντος τις υπηρεσίες το κέρδος από αυτές να διατηρηθεί στην περιουσία του ωφελούμενου. Πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι η διάθεση ελευθεριότητας του παρέχοντος τις υπηρεσίες, η οποία συνιστά το νομιμοποιητικό λόγο της διατήρησης του επερχόμενου από αυτές πλουτισμού στην περιουσία του άλλου μέρους, εκλείπει μόλις λήξει η ελεύθερη ένωση.

(γ) Σε περιπτώσεις μεμονωμένων παροχών ευθέως προς το άλλο μέρος της ελεύθερης ένωσης, η διαφοροποίηση, σε σχέση με τις συνήθεις περιπτώσεις κάλυψης εξόδων της κοινής διαβίωσης, εμφανίζεται σε δύο πεδία: εν πρώτοις, αποδέκτης της παροχής δεν είναι κάποιος τρίτος, δανειστής του ζεύγους, αλλά ευθέως ο άλλος συμβιών· κρισιμότερο όμως είναι ότι μέσω της παροχής δεν καλύπτεται ευθέως μία τρέχουσα δαπάνη, αλλά αποκτάται από το λήπτη της ένα δικαίωμα, το οποίο εντάσσεται στην περιουσία του. Ο πλουτισμός στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι έμμεσο μόνον επακόλουθο της εξοικονόμησης δαπανών, αλλά άμεση και ευθεία συνέπεια της περιουσιακής θυσίας του παρέχοντος.

Η συγκεκριμένη παροχή έχει κατά κανόνα πραγματοποιηθεί σε εκτέλεση υποσχετικής δικαιοπραξίας, η οποία δεν μπορεί κατ’ αρχήν να ανατραπεί ελευθέρως, αλλά μόνον εφόσον συντρέχουν οι λόγοι τους οποίους περιοριστικά προβλέπει η έννομη τάξη. Η αναζήτηση προϋποθέτει επομένως κατ’ αρχήν ανατροπή αυτής της υποσχετικής δικαιοπραξίας. Στο πεδίο της ελεύθερης ένωσης όμως, με δεδομένο ότι αμφότερα τα μέρη γνωρίζουν ότι συμβιούν σε ελεύθερη ένωση, η οποία λύεται ελευθέρως, και ότι κάθε χαριστική παροχή πραγματοποιείται ακριβώς επειδή ο λήπτης της συμβιοί σε ελεύθερη ένωση με τον παρέχοντα, μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω εάν causa της επίδοσης είναι η τυπική σύμβαση δωρεάς, η σύμβαση δηλαδή με την οποία συμφωνείται παροχή χωρίς αντάλλαγμα με σκοπό την οριστική διατήρησή της στην περιουσία του λήπτη. Αντιθέτως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, ήδη στην υποσχετική σύμβαση μεταξύ των συμβιούντων, η δια-τήρηση της παροχής στην περιουσία του λήπτη συσχετίσθηκε με τη διατήρηση της συμβίωσης. Μπορεί εύλογα να θεωρηθεί, ιδίως σε περιπτώσεις παροχών μεγάλης αξίας, ότι ο παρέχων συνήψε τη χαριστική δικαιοπραξία (όχι με ένα πρόσωπο που τύγχανε να ζει μαζί του σε ελεύθερη ένωση, αλλά ακριβώς) επειδή ο αντισυμβαλλόμενός του ζούσε μαζί του σε ελεύθερη ένωση. Η σύνδεση της χαριστικής διάθεσης με την ιδιότητα του αντισυμβαλλομένου είναι ομοίως εύλογο να θεωρηθεί ότι δεν παρέμεινε στο επίπεδο των απλών παραγωγικών αιτίων της βούλησης των συμβαλλομένων, αλλά ότι η ισχύς της υποσχετικής δικαιοπραξίας, η οποία αποτελεί την αιτία της περιουσιακής επίδοσης, συναρτήθηκε με την διατήρηση της ελεύθερης ένωσης: ο παρέχων θέλησε η παροχή του να διατηρηθεί στην περιουσία του άλλου μέρους μόνον εφόσον διατηρείται η μεταξύ τους συμβίωση.

Εγείρεται ασφαλώς το πρόβλημα της αντιδιαστολής της μονομερούς εξωτερίκευσης της προσδοκίας ή της ελπίδας του παρέχοντος από την, σιωπηρή έστω, συμφωνία μεταξύ αυτού και του λήπτη. Για να γίνεται λόγος για συμφωνημένη συνάρτηση της διατήρησης της παροχής με τη συνέχιση της συμβίωσης απαιτείται να διαγνωσθεί σχετική σύμπτωση με τη βούληση του λήπτη της παροχής. Η συμφωνία αυτή των συμβιούντων μπορεί να θεωρηθεί πρόσθετος όρος της causa της επίδοσης (λ.χ. διαλυτική αίρεση σε σύμβαση δωρεάς), στοιχείο της νομοτυπικής μορφής ενός ιδιαίτερου «ανώνυμου συναλλάγματος» που θα αποτελεί το ίδιο causa της επίδοσης, ή πρόσθετη, παράλληλη συμφωνία, που θα τροποποιεί την causa της εκποιητικής δικαιοπραξίας. Η πρακτική διαφοροποίηση της διάκρισης είναι μεγάλη. Αρκεί εν προκειμένω να αναφερθούν η ανάγκη τήρησης ή μη τύπου [23] , ο τρόπος ανάκτησης του αντικειμένου της παροχής [24] , η προστασία του παρέχοντος σε περίπτωση περαιτέρω μεταβίβασης του αντικειμένου της παροχής από τον λήπτη [25] . Ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός θα εξαρτηθεί από το ειδικότερο περιεχόμενο της συμφωνίας που θα αποδειχθεί. Αρκεί πάντως ο παρέχων να συνάρτησε τη διατήρηση της παροχής με τη συνέχιση της ελεύθερης ένωσης και το άλλο μέρος να αποδέχθηκε τον όρο αυτό, έστω σιωπηρά, αποδεχόμενος την περιουσιακή επίδοση χωρίς να προβάλει σχετική αντίρρηση.

Εάν η άποψη αυτή γίνει δεκτή, η λήξη της ελεύθερης ένωσης θα συνεπάγεται ανατροπή της εν λόγω υποσχετικής δικαιοπραξίας. Ο παρέχων την ωφέλεια θα μπορεί να την αναζητήσει με αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού επικαλούμενος ότι η –εγκλειόμενη στην υποσχετική δικαιοπραξία- βούλησή του για διατήρηση του πλουτισμού στην περιουσία του λήπτη δεν διατηρείται μετά τη λήξη της ελεύθερης ένωσης, αφού η υποσχετική δικαιοπραξία έπαψε να ισχύει. Έρεισμα, επομένως, της αξίωσης θα είναι ότι η αιτία διατήρησης του πλουτισμού στην περιουσία του λήπτη μετά τη λήξη της ελεύθερης ένωσης έληξε (causa finita).

3. Η ΑΠ 1751/2014

Η πρόσφατη, υπ' αρ. 1751/2014 απόφαση του Α2 τμήματος του Αρείου Πάγου (βλ. σε παρόν τεύχος, σελ. 159), χωρίς να αποστεί πλήρως από την προηγούμενη νομολογία, υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό τα εκτεθέντα στην προηγούμενη ενότητα.

Κρίθηκε, ειδικότερα, ότι «...είναι δεδομένο της κοινής πείρας, ότι στα πλαίσια της ελεύθερης συμβίωσης προσώπων οι συνήθεις παροχές του καθ’ ημέραν κοινού βίου εκ μέρους του ενός προς τον άλλον γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψεως ανταλλάγματος και, συνεπώς, δεν γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη, διότι στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός αυτού και η μείωση ή η μη επαύξηση της περιουσίας του δόντος δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, αφού υπάρχει τότε η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι και υπηρεσίες πάσης φύσεως (πρβλ. ΑΠ 351/1993). Δεν ισχύει όμως το ίδιο, και μάλιστα ως γενικός κανόνας, όταν πρόκειται για παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, οι οποίες ευλόγως προϋποθέτουν και έχουν ως βάση και «θεμέλιο» την συμβιωτική σχέση των ατόμων (χωρίς φυσικά να αποκλείεται η ελευθεριότητα και στις παροχές αυτές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις).... Στην περίπτωση, εξάλλου, που κατά τη διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσης υπήρξε βελτίωση της περιουσίας (πλουτισμός) του ενός των προσώπων, που συζούν, από την περιουσία του ετέρου εξ αυτών, η οποία βελτίωση (πλουτισμός) έλαβε χώραν είτε με την προοπτική κάποιου μελλοντικού γάμου, είτε στο πλαίσιο της «κοινωνίας βίου», και στη συνέχεια η ελεύθερη συμβίωση λύθηκε, τότε εκλείπει η θεμελιώδης αιτία, χάριν της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, και συνεπώς μπορεί να αναζητηθεί ο πλουτισμός κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις... Συγκεκριμένα, στην εξώγαμη συμβίωση, για να γίνει δεκτή η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού πρέπει να αναφέρεται και να αποδεικνύεται όχι μόνον η ύπαρξη κοινωνίας βίου, αλλά και η ανταποδοτική βάση των εκατέρωθεν συμβολών, ότι δηλαδή εξ αφορμής αυτής δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ενάγοντα σύντροφο στον άλλον και υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένου περιουσιακού ανταλλάγματος ή μελλοντικού γάμου και ότι λόγω περατώσεως του συνδέσμου εμπιστοσύνης, (λύσης της συμβίωσης είτε αυθαίρετα εκ μέρους του εναγόμενου, είτε λόγω θανάτου), γεννήθηκε η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, είτε για αιτία λήξασα (όταν ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης είχε στηριχθεί στη μονιμότητα της), είτε για αιτία μη επακολουθήσασα (όταν οι παροχές δίνονταν με την πεποίθηση μελλοντικού οικονομικού ανταλλάγματος)».

Με την 1751/2014, ο Άρειος Πάγος αποκλίνει από την μέχρι πρότινος πάγια θέση της νομολογίας ότι κάθε παροχή κατά την διάρκεια της ελεύθερης ένωσης έχει ως αιτία δωρεά ή άλλη χαριστική δικαιοπραξία, υφίσταται επομένως νόμιμη διατήρησής της στην περιουσία του λήπτη και αποκλείεται για τον λόγο αυτόν η αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού. Αντιθέτως, το δικαστήριο προβαίνει στην εύστοχη περαιτέρω διάκριση ανάμεσα σε «συνήθεις παροχές του καθ’ ημέραν κοινού βίου», που θεωρεί ότι γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψεως ανταλλάγματος, και σε παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, οι οποίες, κατά το ακυρωτικό, «ευλόγως προϋποθέτουν και έχουν ως βάση και «θεμέλιο» την συμβιωτική σχέση των ατόμων». Ως προς αυτές τις τελευταίες παροχές, ενώ επαναλαμβάνει τις μέχρι σήμερα υποστηριζόμενες απόψεις περί προοπτικής μελλοντικού γάμου ή άλλου ανταλλάγματος το οποίο προσδοκούσε ο παρέχων, ως δικαιολογητικής βάσης του πλουτισμού που εκ των υστέρων εκλείπει, προχωρεί σε ένα περαιτέρω ουσιώδες βήμα. Δέχεται ότι είναι ενδεχόμενο η παροχή να έλαβε χώρα «στο πλαίσιο της “κοινωνίας βίου”», οπότε εάν η ελεύθερη ένωση λυθεί «εκλείπει η θεμελιώδης αιτία, χάριν της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, και συνεπώς μπορεί να αναζητηθεί ο πλουτισμός κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις». Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δέχεται, αν και όχι με απόλυτη σαφήνεια, ότι μπορεί να θεμελιωθεί αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού είτε για αιτία που δεν επακολούθησε, όταν οι παροχές δίνονταν με την προοπτική μελλοντικού ανταλλάγματος, είτε για αιτία που έληξε, όταν ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης είχε στηριχθεί στη μονιμότητα της ελεύθερης ένωσης.

Φαίνεται, επομένως, να υιοθετείται και από τη νομολογία, σε επίπεδο ακυρωτικού, η άποψη ότι παροχές περιουσιακών στοιχείων, ιδίως αξιοσημείωτης αξίας, από τον ένα συμβιούντα προς τον άλλον, δεν έχουν αναγκαίως ως αιτία την δωρεά, μια σύμβαση δηλαδή με την οποία ο παρέχων συγκατατίθεται στην οριστική διατήρηση του δωρούμενου από τον λήπτη. Αντιθέτως, αιτία μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υποσχετική σύμβαση με την οποία η συγκεκριμένη παροχή συναρτήθηκε με τη συνέχιση της ελεύθερης ένωσης. Επομένως, η με οποιονδήποτε τρόπο λύση της ένωσης αναιρεί τον λόγο διατήρησης της παροχής στην περιουσία του λήπτη και θεμελιώνεται αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού για λήξασα αιτία (causa finita).

IV. Επίλογος

Εάν ήθελε κανείς να επιχειρήσει μια αποτύπωση της υφιστάμενης στην Ελληνική έννομη τάξη κατάστασης, αναφορικά με το ζήτημα της απόδοσης περιουσιακών επαυξήσεων κατά την διάρκεια της ελεύθερης ένωσης, θα συνόψιζε τις ακόλουθες διαπιστώσεις.

Πριν από την ισχύ του Ν 3719/2008, η εφαρμογή των διατάξεων για τη συμμετοχή στα αποκτήματα στην περίπτωση ελεύθερων ενώσεων προτείνονταν προεχόντως για λόγους επιείκειας, προς κάλυψη εξώφθαλμων αδικιών σε οριακές περιπτώσεις. Δεν είχε πάντως προβληθεί ενιαία αιτιολόγηση, για ποιον λόγο η εφαρμογή αυτή είναι (εκτός από δίκαιη και) νομικώς δικαιολογημένη στις περιπτώσεις ελευθέρων ενώσεων. Οι προτάσεις της θεωρίας δεν είχαν υιοθετηθεί από τη νομολογία, που εξακολουθούσε να τονίζει τις δομικές διαφορές γάμου και ελεύθερης ενώσεως και να αρνείται την εφαρμογή των άρθρων 1400 επ. ΑΚ στην τελευταία περίπτωση.

Μετά την ισχύ του Ν 3719/2008, η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για την συμμετοχή στα αποκτήματα φαίνεται να αποκλείεται. Την ούτως ή άλλως πάγια άρνηση της νομολογίας μάλλον συνοδεύει αυξημένη πλέον επιφυλακτικότητα της θεωρίας. Η εκτός συμφώνου συμβιώσεως ελεύθερη ένωση συλλαμβάνεται ως αρρύθμιστη μορφή κοινής συμβίωσης, στην οποία δεν προσήκει η εφαρμογή των διατάξεων για τον γάμο.

Βαθμιαία κρατεί η άποψη ότι είναι δυνατή στις περιπτώσεις αυτές η εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η υποστηριχθείσα ισχυρά στη νομολογία άποψη, ότι κάθε παροχή κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης συνιστά δωρεά, και άρα διατηρείται πάντοτε οριστικά στην περιουσία του λήπτη της, τείνει να αντικατασταθεί από την άποψη ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάλογα με το είδος και την φύση της παροχής. Στην κατεύθυνση αυτή, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε προσφάτως ότι αιτία των περιουσιακών μετακινήσεων, ιδίως δικαιωμάτων μεγάλης αξίας, κατά την διάρκεια της ελεύθερης ένωσης, είναι η προοπτική μονιμότητάς της και, ως εκ τούτου, η λύση της αίρει εκ των υστέρων την εν λόγω νόμιμη αιτία και επιτρέπει την αναζήτηση των καταβληθέντων με αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Η δυνατότητα αναζήτησης περιουσιακών επαυξήσεων κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης αποτελεί υπαρκτό ρυθμιστικό πρόβλημα, το οποίο πρόκειται να επιταθεί όσο αυξάνεται ο αριθμός των ελεύθερων ενώσεων. Η κατάλληλη ερμηνεία των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία φαίνεται βαθμιαία να επικρατεί, θα παράσχει ικανοποιητική λύση στις πλείστες περιπτώσεις και θα επιτρέψει την αποκατάσταση περιουσιακών μετακινήσεων, που συναρτήθηκαν ευθέως ή εμμέσως με την ύπαρξη ή την συνέχιση της ελεύθερης ένωσης. Δεν θα μπορούσε, εξάλλου, να αποκλεισθεί η σχετική ρυθμιστική παρέμβαση του νομοθέτη, η οποία όμως προϋποθέτει τομή του ευρύτερου, δικαιοπολιτικού ζητήματος της έκτασης και των ορίων της πρόβλεψης κανόνων αναγκαστικού δικαίου στην περίπτωση των ελεύθερων ενώσεων.

 

* Εισήγηση στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, που πραγματοποιήθηκε στην Λάρισα στις 21-23.11.2014 με γενικό θέμα «Ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων μετά το διαζύγιο».

 

[ 1 ]. Ως «ελεύθερη ένωση» έχει πλέον κρατήσει να περιγράφεται στην ελληνική έννομη τάξη (πρβλ. και τους όρους «ελεύθερη συμβίωση» και «εξώγαμη συμβίωση») η μορφή συμβίωσης δύο προσώπων, η οποία χαρακτηρίζεται από συγκατοίκηση με διάρκεια και σταθερότητα εγκατάστασης και εξωτερική –έναντι τρίτων- εμφάνιση ως ζεύγους, με πρόθεση μονιμότητας. Βλ. σχετικά Λέκκα, Ελεύθερη ένωση και πατρότητα κατά τον ΑΚ, 2003, σ. 1-2· Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, Η εξώγαμη συμβίωση, 1984, σ. 7 επ.· Απ. Γεωργιάδη, Οικογενειακό Δίκαιο, 2014, § 2 αρ. 9· Παπαχρίστου, Οικογενειακό Δίκαιο, 2014, σ. 1-2· Σταθόπουλο/Σταμπέλου, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Εισαγ. 1350-1371 αρ. 11 επ.

[ 2 ]. Σταθόπουλος/Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, στον ΑΚ Γεωργιάδη/ Σταθόπουλου2 Άρθρα 1400-1402 αρ. 3. Πρβλ. επίσης Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Δωρηθέντα, κληρονομηθέντα και κληροδοτηθέντα στους συζύγους. Αύξηση αξίας, εισόδημα και αντάλλαγμα από αυτά, στον τόμο: Το οικογενειακό δίκαιο στον 21ο αιώνα, από τις συγκυριακές στις δομικές αλλαγές, 2012, σ. 63·Λέκκα, Προς διεύρυνση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα κατά τον Αστικό Κώδικα, Αφιέρωμα στην Ισμήνη Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, 2011, σ. 287 επ.= ΝοΒ 2011, 264 επ. Εκτενή αντίκρουση της άποψης ότι η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα συνιστά ειδικότερη μορφή της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού βλ. από τον Νικολόπουλο, Είναι η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα μορφή αδικαιολόγητου πλουτισμού; ΕφΑΔ 2013, 302 επ.

[ 3 ]. Για την βασική αυτή διαφοροποίηση βλ. Σταθόπουλο/Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2 Άρθρα 1400-1402 αρ. 3·Παπαδάκη, Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, 2010, σ. 43.

[ 4 ]. Λέκκας, ό.π., σ. 294-295. Πρβλ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 4η εκδ., 2004, § 16 αρ. 42, ιδίως υποσ. 42.

[ 5 ]. Λέκκας, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ ΙΙ, Εισαγ. 1400-1402 αρ. 3. Για το ζήτημα της επικουρικότητας της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού βλ. ενδεικτικά κατά της επικουρικότητας Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ, § 16 αρ. 23 επ.·Απ. Γεωργιάδη, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, 2014, § 40 αρ. 12 επ.· Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, 2η εκδ., 2012, § 62 αρ. 15 επ.· Αστ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 5η εκδ., 2007, § 17δις αρ. 7 επ.· Βαλτούδη, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ Ι, Εισαγ. 904-913 αρ. 15 επ.· υπέρ της επικουρικότητας ΑΠ Ολ 23/2003 ΝοΒ 2004, 1179· ΑΠ 308/2012 ΝοΒ 2012, 1788· ΑΠ 357/2011 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΑΠ 493/2010, ΝοΒ 2010, 2057· ΑΠ 2144/2009 ΧρΙΔ 2011, 104· ΑΠ 1041/2009 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ922/2007 ΧρΙΔ 2008, 30· ΑΠ 2019/2007 ΕΕργΔ 2009, 255· ΑΠ 632/2006 ΧρΙΔ 2006, 701· ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004, 475· ΑΠ 813/2002 ΧρΙΔ 2002, 695· ΑΠ 1802/2001 ΕλλΔνη 2002, 1421· Φίλιο, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, 10η εκδ., 2011, σ. 655 επ.· Ζέπο, Ενοχικόν Δίκαιον, Β΄ Μέρος Ειδικόν, 2η εκδ., 1965, σ. 693-694. Για το ζήτημα της αμεσότητας της αξίωσης βλ. ενδεικτικά κατά της αναγωγής της αμεσότητας της περιουσιακής μετακίνησης σε προϋπόθεση της αξίωσης Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ, § 16 αρ. 47 επ.· Απ. Γεωργιάδη, ΕγχΕιδΕνοχΔ, § 41 αρ. 14 επ.· Κορνηλάκη, ΕιδΕνοχΔ Ι, § 65 αρ. 3 επ.· Αστ. Γεωργιάδη, ΕνοχΔ, ΓενΜ, § 17δις αρ. 21· αντιθέτως ΑΠ 1325/2012 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΑΠ 753/2008 ΕλλΔνη 2010, 767· ΑΠ 753/2008 ΕλλΔνη 2010, 767· ΑΠ 1733/2007 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1238/2005 ΝΟΜΟΣ· Ζέπο, ΕνοχΔ, ΕιδΜ, σ. 687 επ.· Φίλιο, ΕνοχΔ, ΕιδΜ, σ. 689 (ως προς την απαίτηση από επέμβαση).

[ 6 ]. Κατά την μάλλον κρατούσα στη νομολογία γνώμη, μετά την παραγραφή της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, ο δικαιούχος σύζυγος δεν μπορεί να απαιτήσει τη συμβολή του στα αποκτήματα του άλλου ούτε κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι η παραγραφή της αξίωσης του άρθρου 1400 ΑΚ θεωρείται νόμιμη αιτία πλουτισμού του υποχρέου. Βλ. σχετικά Γεωργιάδη, Οικογενειακό Δίκαιο, 2014, § 13 αρ. 23· Παπαδάκη, ό.π., σ. 45· ΕφΠατρ 535/2006 ΑχΝομ 2007, 196· ΕφΔωδ 221/2004 ΔωδΝομ 2005, 876· ΕφΠατρ 872/2003 ΑχΝομ 2004, 84, ΕφΘεσ 3307/1997 Αρμ 1998, 37· ΕφΑθ 4061/1994 ΝοΒ 1995, 720. Αντιθέτως, Σταθόπουλος/Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2 Άρθρα 1400-1402 αρ. 3· Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο Ι, 5η εκδ., 2012, σ. 254 υποσ. 98· Νικολόπουλος, Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα των συζύγων, 1993, σ. 202· Πιτσιρίκος, Παραγραφή της αξιώσεως συμμετοχής στα αποκτήματα, ΕφΑΔ 2009, 1315-1316· ΠΠρΛιβ 75/1997 Αρμ 2001, 658· ΜονΠρΡόδου 206/1991 ΕλλΔνη 1995, 725 με παρατηρήσεις Νικολόπουλου και Κατρά.

[ 7 ]. ΑΠ 1926/2013 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 206/2011, ΧρΙΔ 2011, 668· ΑΠ 874/2008 ΧρΙΔ 2009, 139 με ενημερωτικό σημείωμα Ν. Κουμουτζή· ΕφΑθ 5530/2009 ΕλλΔνη 2010, 136· ΕφΔυτΜακ 54/2007 Αρμ 2008, 226, με παρατηρήσεις Σ. Κουμάνη. Από τη νομολογία μόνον η ΜΠρΡοδ 206/1991 ΕλλΔνη 1995, 725 έχει δεχθεί αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για τη συμμετοχή στα αποκτήματα, εμμέσως πάντως, με αφορμή έγγαμο ζεύγος, το οποίο συμβιούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από το γάμο.

[ 8 ]. Βλ. αντί άλλων την εκτενή επιχειρηματολογία του Παπανικολάου, Σύνταγμα και αυτοτέλεια του αστικού δικαίου, § 4 αρ. 134 επ. Πρβλ. επίσης Απ. Γεωργιάδη, ΟικογΔ, § 12 αρ. 3· Σπυριδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, 2006, σ. 86· Παπαδάκη, ό.π., σ. 56-57· εμμέσως Γαζή, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου1 ΕισαγΟικογΔ αρ. 75 υποσ. 71.

[ 9 ]. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Παρατηρήσεις στην ΜΠρΚοζ 204/1999 ΝοΒ 2000, 1446· Κουμάντος, Οικογενειακό Δίκαιο Ι, 1988, σ. 19-20· Παπαχρίστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, 3η εκδ., 2005, σ. 191-192· Παναγόπουλος, Γάμος, σύμφωνο συμβίωσης και ελεύθερη ένωση, 2010, σ. 186· Νικολόπουλος, Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα των συζύγων, σ. 77 επ.· Αγαλλοπούλου, Ελεύθερες συμβιώσεις, Γενέθλιον Απόστολου Σ. Γεωργιάδη Ι, 2006, σ. 17· Κουμουτζής, Ενημερωτικό σημείωμα στην ΑΠ 874/2008 ΧρΙΔ 2009, 140.

[ 10 ]. Για τη δυσμενέστερη ως προς τον δικαιούχο ρύθμιση του άρθρου 6 του Ν 3719/2008 σε σχέση με τον ΑΚ βλ. Παπαχρίστου, εις: Παπαχρίστου/Κουμουτζή/Τσούκα, Το Σύμφωνο Συμβίωσης, 2009, Άρθρο 6 αρ. 15· Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ΟικογΔ ΙΙ, σ. 607· Σπυριδάκη, Το σύμφωνο συμβιώσεως, 2009, σ. 70· Περάκη, Η εκτός γάμου συμβίωση: ελεύθερη ή με σύμφωνο, 2010, σ. 167-168.

[ 11 ]. Πρβλ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ΟικογΔ Ι, σ. 236 υποσ. 42α: «... μετά το Ν 3719, οι σύντροφοι που δεν υπογράφουν ούτε σύμφωνο συμβίωσης, δεν μπορούν να έχουν μετά την ανατροπή της συμβίωσής τους παρά μόνον την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού»· Παπαχρίστου, Παρατηρήσεις στην ΠΠρΚοζ 163/2008 ΕφΑΔ 2009, 300: «Το δεύτερο συμπέρασμα, που επίσης προκύπτει χωρίς δυσκολία, είναι ότι αποκλείεται η ανάλογη εφαρμογή στις εκτός συμφώνου εξώγαμες συμβιώσεις των ΑΚ 1400 επ.· είναι πραγματικά αδιανόητο οι συμβιώσεις αυτές να υπάγονται, όσον αφορά την αξίωση στα αποκτήματα, σε ευνοϊκότερη μεταχείριση από εκείνες που έχουν ενταχθεί στο «σύμφωνο συμβίωσης». Αδυναμία αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1400 ΑΚ εν όψει της ρύθμισης του άρθρου 6 Ν 3719/2008 διαγιγνώσκει και η Περάκη, ό.π., σ. 221-222.

[ 12 ]. Παπαχρίστου, σε Παπαχρίστου/Κουμουτζή/Τσούκα, Το Σύμφωνο Συμβίωσης, 2009, Άρθρο 6 αρ. 17· Περάκη, ό.π., σ. 222.

[ 13 ]. Για τη γραμματική διατύπωση του κανόνα ως (αφετηρία και) όριο της ερμηνείας βλ. αντί άλλων Δωρή, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, Α΄, 1991, σ. 166-167· Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου, 2000, αρ. 175 επ.· Larenz/Canaris, Methodenlehre der Rechtswissenschaft, 3te Aufl., 1995, σ. 143-144. Πρβλ. ωστόσο Σούρλα, Κείμενο του νόμου και γραμματική ερμηνεία, Αφιέρωμα στον Ανδρέα Α. Γαζή, 1994, σ. 659 επ.· Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, 7η εκδ., 2006, σ. 403 επ.

[ 14 ]. Παπανικολάου, Μεθοδολογία, αρ. 353 επ.· Δωρής, Σκέψεις για την διαπίστωση και πλήρωση κενών στο δίκαιο, ΧρΙΔ 2003, 586 επ., 588 επ.· Larenz/Canaris, σ. 194 επ.· Canaris, Die Feststellung von Lucken im Gesetz, 1964, σ. 20 επ., 63 επ.

[ 15 ]. Πρβλ. Παπανικολάου, Μεθοδολογία, αρ. 361 επ. Στην κατεύθυνση αυτή και Bydlinski, Juristische Methodenlehre und Rechtsbegriff, 2te Aufl., 1991, σ. 473 επ.· Engisch (μτφρ. Σπινέλλη), Εισαγωγή στη Νομική Σκέψη, 2η εκδ., 1986, σ. 178-179· Canaris, ό.π., σ. 71 επ.

[ 16 ]. Μετά την μεταρρύθμιση του 1982-1983 η σύναψη γάμου είναι πλέον εξαιρετικά εύκολη (εισαγωγή του πολιτικού τύπου του γάμου, κατάργηση πολλών κωλυμάτων), ενώ και η λύση τυχόν προηγούμενου γάμου, που θα κώλυε την σύναψη νέου, προϋποθέτει πλέον απλώς διετή διάσταση των συζύγων. Είναι, επομένως, προφανές ότι οι περιπτώσεις ελεύθερων ενώσεων μεταξύ προσώπων που επιθυμούν, αλλά δεν δύνανται να συνάψουν γάμο είναι στατιστικά σπάνιες και δεν φαίνεται να μπορούν να αναιρέσουν την αφετηριακή διαπίστωση ότι η συμβίωση σε ελεύθερη ένωση συνιστά κατ’ αρχήν εκούσια επιλογή.

[ 17 ]. Ο αντίλογος εν προκειμένω συνίσταται στο ότι οι λύσεις αυτές προϋποθέτουν συγκατάθεση και του «βλαπτόμενου» μέρους. Το μέρος όμως που προσδοκά την ωφέλεια εκουσίως παραμένει στην ελεύθερη ένωση, παρά την έλλειψη αυτής της συγκατάθεσης του συντρόφου του. Εάν θεωρούσε ότι τα συμφέροντά του θίγονται σε δυσανάλογο βαθμό, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διακόψει την συμβίωση.

[ 18 ]. Βλ. ιδίως ΑΠ 351/1993 ΝοΒ 1994, 998· ΑΠ 194/1990 ΝοΒ 1991, 548· ΑΠ 266/1965 ΝοΒ 1966, 17· ΕφΑθ 5530/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΕφΔυτ Μακ 54/2007 Αρμ 2008, 226· ΠΠρΚοζ 163/2008 ΕφΑΔ 2009, 296· ΠΠρΑθ 778/2004 ΕλλΔνη 2004, 919· ΜΠρΚοζ 204/1999 ΝοΒ 2000, 1446.

[ 19 ]. ΕφΔυτ Μακ 54/2007 Αρμ 2008, 226· έτσι και ΠΠρΚοζ 163/2008 ΕφΑΔ 2009, 296· ΜΠρΚοζ 204/1999 ΝοΒ 2000, 1446. Η θέση αυτή απηχεί άποψη που είχε διατυπώσει η Ι. Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη (σημείωση στην ΑΠ 194/1990, ΝοΒ 1991, 550 επ.).

[ 20 ]. Για τις αδυναμίες της θέσης αυτής της νομολογίας βλ. εκτενώς Τσολακίδη, Ελεύθερη συμβίωση και αδικαιολόγητος πλουτισμός, Αφιέρωμα στην Ισμήνη Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, 2011, σ. 607 επ. = ΕφΑΔ 2010, 890 επ.

[ 21 ]. Εκτενέστερη ανάλυση των όσων αναπτύσσονται στη συνέχεια βλ. στην προγενέστερη μελέτη μου: «Ελεύθερη συμβίωση και αδικαιολόγητος πλουτισμός», Αφιέρωμα στην Ισμήνη Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, 2011, σ. 611 επ. = ΕφΑΔ 2010, 892 επ.

[ 22 ]. Βλ. αναλυτικότερα Τσολακίδη, Ελεύθερη συμβίωση και αδικαιολόγητος πλουτισμός, Αφιέρωμα στην Ισμήνη Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, 2011, σ. 619 επ. = ΕφΑΔ 2010, 896 επ.

[ 23 ]. Η δωρεά είναι ex lege (ΑΚ 498 παρ. 1) τυπική δικαιοπραξία, πράγμα που δεν συμβαίνει σε άλλο, «ανώνυμο» συνάλλαγμα ή σε τυχόν «παράλληλη» συμφωνία.

[ 24 ]. Σε περίπτωση διαλυτικής αίρεσης, τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας ανατρέπονται αυτοδικαίως και η αναζήτηση της παροχής, εάν η εκποιητική δικαιοπραξία είναι αιτιώδης, θα πραγματοποιηθεί όχι με αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά με εμπράγματες αγωγές.

[ 25 ]. Εάν πρόκειται για δωρεά υπό διαλυτική αίρεση, εφαρμοστέο θα είναι το άρθρο 207 ΑΚ.

Ανακοινώσεις

  • Στατιστικά στοιχεία για το οικογενειακό δίκαιο 2017-2018

    Επισυνάπτεται το από 07.10.2019 έγγραφο του Πρωτοδικείου Αθηνών.

  • Οι θέσεις της ΕΟΔ επί του νομοσχεδίου του Υπ. Δικαιοσύνης για την (συν)επιμέλεια τέκνων

    Ενόψει του διαλόγου που διεξάγεται για το ζήτημα της συνεπιμέλειας, η ΕΟΔ  καταθέτει στη δημόσια συζήτηση ορισμένες απόψεις και διευκρινίσεις που θεωρεί αναγκαίες.

  • E-mail επικοινωνίας ΕΟΔ

    Για εγγραφές νέων μελών, διευκρινίσεις σχετικά με τις εσπερίδες και τα ετήσια συνέδρια που διοργανώνει η Εταιρία Οικογενειακού Δικαίου, καθώς και κάθε συναφές ζήτημα με τη λειτουργία της ΕΟΔ, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αποστέλλουν e-mail στη διεύθυνση Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..