Η αναζήτηση της βιολογικής ταυτότητας de lege lata και de lege ferenda*
Χριστίνα Σταμπέλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου Πανεπιστημίου Αθηνών
Περίληψη: Η βιολογική καταγωγή ως θεμέλιο της συγγένειας και η αυτοτελής αξία της γνώσης της καταγωγής. Στόχος η συμπόρευση νομικού και βιολογικού δεσμού στο παραδοσιακό δίκαιο της συγγένειας.Υποχώρηση της βιολογικής αλήθειας στη ρύθμιση για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή [Ν 3089/2002, Ν 3305/2005]. - Κριτική της ΑΚ 1469 αρ. 5 και της ΑΠ Ολ 18/2009. - Νομοθετικές προτάσεις: 1. Προσβολή της πατρότητας από το φυσικό πατέρα σε κάθε περίπτωση [τροποπ. ΑΚ 1469 αρ. 5]. 2. Προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης από τον πραγματικό πατέρα [τροποπ. ΑΚ 1477]. 3. Δυνατότητα προσβολής της πατρότητας και σε περίπτωση συγκατάθεσης σε τεχνητή γονιμοποίηση, αν το τέκνο δεν προέρχεται απ’ αυτήν [τροποπ. ΑΚ 1471 παρ. 2 αρ. 2]. 4. Αντίστοιχα και στην εκούσια αναγνώριση [τροποπ. ΑΚ 1478 παρ. 2]. 5. Απρόθεσμη η θεμελίωση και η ανατροπή της συγγένειας. 6. Δυνατότητα γνώσης των δοτών του γεννητικού υλικού [αντικατ. ΑΚ 1460]. 7. Δικαίωμα του τρίτου δότη για δικαστική αναγνώριση της πατρότητας επί ανυπαρξίας άλλης νομικής πατρότητας [αντικατ. ΑΚ 1479 παρ. 2]. 8. Αναθεώρηση των όρων για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας κατά την ΑΚ 1479 παρ. 1 - ακατάλληλο κριτήριο η σαρκική συνάφεια κατ’ ΑΚ 1481 - ορθή η θεμελίωση της πατρότητας όχι αποκλειστικά σε βιολογικά, αλλά και σε βουλητικά στοιχεία.
H βιολογική ταυτότητα, ως ταυτότητα, αποτελεί μέρος της προσωπικότητας του ατόμου. Ανάλογα με τις νομοθετικές επιλογές, μπορεί να καθορίζει τη νομική και την κοινωνική θέση του προσώπου, πάντως σε κάθε περίπτωση έχει αυτοτελή αξία, ηθική και ιατρική αξία.
Θα εξετάσουμε τη βιολογική καταγωγή ως στοιχείο θεμελιωτικό της συγγένειας de lege lata και de lege ferenda και παράλληλα θα ασχοληθούμε με την αυτοτελή αξία της γνώσης της καταγωγής.
I. Η βιολογική προέλευση υπήρξε παραδοσιακά, κατά τις περισσότερες νομοθεσίες [1] και κατά τη δική μας, το βασικό κριτήριο θεμελίωσης της συγγένειας. Συστατικό στοιχείο της νομικής πατρότητας, που κατά κύριο λόγο αναζητείτο - δεδομένου ότι ζητήματα θεμελίωσης της μητρότητας ανέκυψαν κυρίως με την καθιέρωση της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής - υπήρξε ο φυσικός δεσμός του αίματος, στον οποίο προστίθετο το βουλητικό στοιχείο της δημιουργίας νομικής, κοινωνικής και συναισθηματικής σχέσης γονέα και τέκνου. Το βουλητικό αυτό στοιχείο ενσωματώνεται στις πράξεις του γάμου ή της αναγνώρισης, εκούσιας ή δικαστικής.
Προσεκτική εξέταση του «κλασικού» (παραδοσιακού) δικαίου της συγγένειας δείχνει ότι ο νομοθέτης επιδιώκει, όσο είναι δυνατόν, τη συμπόρευση της νομικής με τη βιολογική καταγωγή. Η συνείδηση του δεσμού αίματος συνιστά γι’ αυτόν εχέγγυο αγάπης και προστασίας του τέκνου. Με την αποκάλυψη της βιολογικής καταγωγής αποτρέπεται η σύγχυση των συγγενικών σχέσεων και η αιμομιξία. Εξάλλου η αρχή της ενότητας, της σύμπτωσης δηλαδή στο ίδιο πρόσωπο των προσόντων και της βούλησης και του βιολογικού δεσμού, προφανώς πλεονεκτεί. Ωστόσο, η αρχή αυτή, παρά την αξία της, δεν παραμένει απόλυτη, όταν συγκρούεται με άλλες αξίες, όπως η οικογενειακή και η κοινωνική ειρήνη.
Η καταγωγή από γάμο στηρίζεται σε ένα τεκμήριο, που ανταποκρίνεται στη μεγάλη πιθανότητα, πατέρας του παιδιού να είναι ο σύζυγος της μητέρας. Παρότι όμως ο κανόνας αυτός δεν επαληθεύεται πάντα, το τεκμήριο καταγωγής από γάμο και ισχύει αυτόματα με τη γέννηση του τέκνου και δύσκολα ανατρέπεται. Έχουν θεσπισθεί σοβαροί περιορισμοί για την κατάρριψή του, έτσι ώστε η αντιστοιχία βιολογικού και νομικού δεσμού δεν εξασφαλίζεται. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν τεθεί για να μη διαταράσσεται η γαλήνη της συζυγικής οικογένειας και αφορούν τα πρόσωπα που δικαιούνται να προσβάλουν την πατρότητα από γάμο (ΑΚ 1469), τα χρονικά περιθώρια, μέσα στα οποία επιτρέπεται να γίνει η προσβολή (ΑΚ 1470), καθώς και ορισμένους άλλους λόγους αποκλεισμού της (ΑΚ 1471) [2] . Έτσι όμως η βιολογική αλήθεια σχετικοποιείται.
Με το N 1329/1983 διευρύνθηκε ο κύκλος των προσώπων που δικαιούνται να προσβάλουν την πατρότητα. Παρέμενε όμως εκτός ο φυσικός πατέρας του τέκνου, που, όπως είχαμε καταδείξει [3] , ήταν αναγκαίο να έχει αυτή τη δυνατότητα, δεδομένου μάλιστα ότι όλα τα άλλα νομιμοποιούμενα πρόσωπα μπορεί να παρέμεναν αδρανή, για λόγους σκοπιμότητας - ή αδυναμίας και άγνοιας, προκειμένου για το παιδί. Με το N 2521/1997 προστέθηκε η περ. 5 στο άρθρο 1469 ΑΚ, δίνοντας το δικαίωμα και στο βιολογικό πατέρα του τέκνου, να προσβάλει την πατρότητα, πάλι όμως υπό περιοριστικούς όρους.
Η μόνιμη σχέση της μητέρας με σαρκική συνάφεια με τον «τρίτο» άνδρα κατά τη διάρκεια διάστασης με το σύζυγό της και η χρονική επικέντρωση των προϋποθέσεων αυτών κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης περιορίζουν τη διαπίστωση της αληθινής καταγωγής. Έτσι, όχι μόνον δεν εξασφαλίζεται ότι αυτός που ασκεί την αγωγή για την προσβολή της πατρότητας είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου, αλλά, επιπλέον, με την αυτόματη δικαστική αναγνώριση της πατρότητάς του κατά το άρθρο 1472 παρ. 2 ΑΚ, αποκλείεται η θεμελίωση της πατρότητας από μέρους του ενδεχομένως άλλου πραγματικού πατέρα του τέκνου [4] .
Η διστακτική και άστοχη αυτή νομοθετική πρόβλεψη επέτρεψε δυστυχώς και άλλες στρεβλώσεις από τη νομολογία. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση της ΑΠ Ολ 18/2009 [5] , κατά την οποία ο άνδρας που είχε σαρκική συνάφεια με την άγαμη κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης μητέρα, η οποία όμως ήταν έγγαμη κατά το χρόνο του τοκετού, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να προσβάλει την πατρότητα. Ευτυχώς, υπήρξε τουλάχιστον και αντίθετη μειοψηφία, που ετάχθη υπέρ της ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 1469 περ. 5 ΑΚ ή έστω υπέρ μιας διασταλτικής ερμηνείας της διάταξης, που να καταλαμβάνει και την πιο πάνω περίπτωση.
Πολύ πριν από την προσθήκη της περ. 5 στο άρθρο 1469 ΑΚ, είχαμε υποστηρίξει [6] de lege ferenda μία γενικότερη νομοθετική πρόταση, την οποία και επαναφέρουμε: Ο φυσικός πατέρας του τέκνου να δικαιούται να προσβάλει την πατρότητα σε κάθε περίπτωση. Η προσβολή της πλασματικής πατρότητας του συζύγου από το φυσικό πατέρα είναι η προκαταρκτική πράξη για τη δημιουργία έννομης σχέσης πατρότητας του βιολογικού πατέρα με το παιδί του. Ο φόβος, ότι το τέκνο θα μείνει χωρίς πατέρα, θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερος, όταν την πατρότητα προσβάλλει ο σύζυγος (που ήταν μάλιστα ο μόνος κατά βάση [7] δικαιούχος της προσβολής υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, πριν από το N 1329/1983, βλ. παλαιό άρθρο 1471 ΑΚ)· γιατί από το σύζυγο είναι που αποκλείεται να κινηθεί η διαδικασία για τη θεμελίωση μιας νέας πατρότητας. Απεναντίας, ο φυσικός πατέρας που εγείρει αγωγή για την προσβολή της πατρότητας, έχει συνήθως ως σκοπό να ιδρύσει τη δική του νομική πατρότητα· και είναι ελάχιστα πιθανό να κινεί όλη αυτή τη διαδικασία από απλή κακοβουλία.
Εξάλλου, σύμφωνα με το σύστημα που προτείναμε [8] , προϋπόθεση της νομιμοποίησής του στην άσκηση αγωγής για την προσβολή της πατρότητας είναι η ιδιότητα του ενάγοντα ως βιολογικού πατέρα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να προηγηθεί η διαδικασία για την απόδειξη της γονικής του ιδιότητας. Με την απόδειξη όμως ότι αυτός είναι ο πραγματικός πατέρας, ταυτόχρονα αποδεικνύεται ότι πατέρας δεν είναι κανένας άλλος· άρα ούτε και ο σύζυγος. Επομένως και το αίτημα του φυσικού πατέρα δεν χρειάζεται να είναι διπλό: μπορεί να περιοριστεί στην αναγνώριση της πατρότητάς του, αφού η απόδειξή της θα συνιστά παράλληλα και απόδειξη της μη πραγματικής πατρότητας του συζύγου. Συνεπώς, θα αρκεί και μία διαπλαστική απόφαση, με την οποία θα αναγνωρίζεται η πατρότητα του φυσικού πατέρα. Η προσβολή της πατρότητας του συζύγου θα θεωρείται αυτονόητη συνέπεια της θεμελίωσης μιας νέας πατρότητας, δεδομένου ότι το παιδί μπορεί να έχει μόνο ένα (βιολογικό) πατέρα! Η νομοθετική αυτή πρόταση έχει υπέρ αυτής και το προσόν της οικονομίας δικών.
Θα μπορούσε ακόμη να προβλεφθεί, σύμφωνα με την εύστοχη πρόταση του Κουτσουράδη [9] , ότι ο άνδρας που επιδιώκει την προσβολή της πατρότητας του τέκνου θα πρέπει να ζητήσει μέσω του άρθρου 69 περ. δ ΚΠολΔ, π.χ. με ποινή απαραδέκτου, και τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητάς του, μετά την αμετάκλητη προσβολή της πατρότητας, έπειτα από την επιτυχή άσκηση αγωγής εκ μέρους του.
Ανάλογη διάταξη με αυτήν που προτείνουμε αντί της περ. 5 άρθρ. 1469 ΑΚ για την προσβολή της πατρότητας από γάμο, θεωρούμε ορθό de lege ferenda, να προστεθεί και στην ΑΚ 1477 [10] , ώστε ο φυσικός πατέρας του τέκνου να νομιμοποιείται ενεργητικά να προσβάλει και την εκούσια αναγνώριση που δεν ανταποκρίνεται σε πραγματική βιολογική καταγωγή. Ώς τώρα επιχειρήθηκε πλήρωση του κενού αυτού στην ΑΚ 1477 κυρίως με ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1469 αρ. 5 [11] .
Η αναζήτηση της βιολογικής αλήθειας συσκοτίζεται περαιτέρω με τη θέσπιση στενών αποσβεστικών προθεσμιών για την προσβολή της πατρότητας, πολλές φορές χωρίς κάν την προϋπόθεση της γνώσης των περιστατικών της σύλληψης και του τοκετού (ΑΚ 1470). Το ίδιο και για την προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης (ΑΚ 1478 παρ. 1 εδ. 2) και για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας (ΑΚ 1483).
Είναι προφανές ότι οι προθεσμίες στοχεύουν σε ασφάλεια δικαίου [12] . Η ασφάλεια δικαίου είναι επιθυμητή. Συσταθμίζοντάς την όμως με την απονομή δικαιοσύνης και με την αποκάλυψη της αλήθειας, ιδιαίτερα σε θέματα προσωπικής κατάστασης, προέχει η αλήθεια. Η αντίρρηση είναι γνωστή: θα επέλθουν ανατροπές. Ίσως. Όχι όμως ανατροπή της αλήθειας!
Όσο και αν επιμηκύνονται [13] οι προθεσμίες για τη θεμελίωση ή για την ανατροπή της συγγένειας, μπορεί να μην είναι ποτέ αρκετές για την αποκάλυψη της αλήθειας. Γι αυτό προτείνω de lege ferenda, η θεμελίωση και η ανατροπή της συγγένειας να είναι απρόθεσμες. Η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας είναι ήδη απρόθεσμη στο δίκαιό μας σε περίπτωση επιγενόμενου γάμου (ΑΚ 1483 παρ. 2). Το δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας είναι απρόθεσμο κατά το γερμανικό δίκαιο και η απρόθεσμη προσβολή της πατρότητας προβλέπεται στις νομοθεσίες της Σουηδίας, της Νορβηγίας, της Ρωσίας, έχει δε προταθεί και από γερμανούς συγγραφείς [14] .
II. Ύστερα από τις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και έπειτα, επίσης, από τις σχετικές μεταρρυθμίσεις του οικογενειακού δικαίου με τους N 3089/2002 και 3305/2005, το κριτήριο της καταγωγής υποβαθμίζεται και προβάλλει εντονότερα ως θεμελιωτικός λόγος της συγγένειας η βούληση των ενδιαφερόμενων μερών. Σημασία έχουν όχι οι βιολογικοί, αλλά οι κοινωνικο-συναισθηματικοί δεσμοί. Νομικοί γονείς γίνονται τα πρόσωπα που συναινούν στην τεχνητή αναπαραγωγή ή που λαμβάνουν δικαστική άδεια για το σκοπό αυτό και όχι εκείνα που παρέχουν το γεννητικό υλικό ή προβαίνουν ακόμη και σε δανεισμό μήτρας. Το βιολογικό στοιχείο δεν υποχωρεί απλώς, αλλά η γνώση του δεσμού του αίματος θεωρείται επικίνδυνη για την ειρήνη της κοινωνικοσυναισθηματικής οικογένειας. Θεσπίσθηκε η ανωνυμία των δοτών του γεννητικού υλικού (άρθρο 1460 ΑΚ) και η απαγόρευση της δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας του τρίτου δότη (άρθρο 1479 παρ. 2 ΑΚ).
Ωστόσο, όσο κι αν δεχθούμε τη βούληση ως τον ιδρυτικό λόγο της συγγένειας από τεχνητή αναπαραγωγή, θα πρέπει να εξετασθεί, μήπως ο παντελής αποκλεισμός της γνώσης των βιολογικών δεσμών δεν είναι συμβατός με το καθόλου Αστικό Δίκαιο, με το Σύνταγμα, αλλά και με το συμφέρον του τέκνου. Εστιάζουμε σε ορισμένες ρυθμίσεις, που αξίζει, νομίζω, να συζητηθούν:
Σύμφωνα με το άρθρο 1471 παρ. 2 αρ. 2 ΑΚ την πατρότητα αποκλείεται να προσβάλει οποιοσδήποτε από τους δικαιούχους που αναφέρονται στο άρθρο 1469 ΑΚ, αν ο σύζυγος συγκατατέθηκε στην υποβολή της συζύγου του σε τεχνητή γονιμοποίηση.
Αντίστοιχα αποκλείεται η προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης, εφόσον οι συναινέσεις (άνδρα και γυναίκας) έχουν δοθεί για απόκτηση τέκνων χωρίς γάμο (ΑΚ 1478 παρ. 2).
Παρά τη διενέργεια τεχνητής γονιμοποίησης, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, το τέκνο να προέρχεται από τις «φυσιολογικές» σχέσεις της μητέρας με άλλον άνδρα. Η προσβολή της πατρότητας δεν επιτρέπεται ούτε σ’ αυτή την περίπτωση ούτε στο ίδιο το παιδί, που είναι ο πρώτιστα ενδιαφερόμενος, σε αντίθεση με το δικαίωμά του από την προσωπικότητα (ΑΚ 57), το οποίο κατοχυρώνεται και συνταγματικά (άρθρα 5 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 21 παρ. 1 Συντ.). Θα τολμούσα να πω ότι οι διατάξεις αυτές είναι αντισυνταγματικές, τουλάχιστον ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση του τέκνου και ως προς αυτήν τουλάχιστον δεν θα πρέπει να ισχύουν.
Για τα λοιπά νομιμοποιούμενα να προσβάλουν την πατρότητα πρόσωπα, θα πρότεινα de lege ferenda, να έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν την πατρότητα από γάμο ή την εκούσια αναγνώριση, εφόσον ισχυρίζονται ότι το τέκνο δεν προέρχεται από την τεχνητή αναπαραγωγή. Δεν πρόκειται για νομοθετικό κενό [15] . Είχα υποβάλει την πρόταση αυτή στο πλαίσιο των εργασιών της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής N 3089/2002, συζητήθηκε, αλλά δεν έγινε δεκτή. Παρόμοια ρύθμιση ισχύει ωστόσο στο γαλλικό δίκαιο (άρθρο 311-20 παρ. 2 CC).
ΙΙΙ. Εκεί όμως που ο νομοθέτης του N 3089/2002 παραμέρισε εντελώς τη βιολογική αλήθεια, είναι με την καθιέρωση της ανωνυμίας του δότη του γεννητικού υλικού αφενός, του τέκνου και των γονέων που προσέφυγαν σε ιατρική υποβοήθηση αφετέρου (ΑΚ 1460).
Το σύστημα των γνωστών δοτών, το οποίο υποστήριξα, μειοψηφώντας, κατά τις συνεδριάσεις της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του N 3089/2002, θα ήταν προτιμότερο για τους εξής συνοπτικά λόγους [16] : Είναι αναφαίρετο δικαίωμα του τέκνου, να γνωρίζει τον πατέρα και τη μητέρα από τους οποίους κατάγεται [17] . Είναι δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα (ΑΚ 57) [18] , κατοχυρώνεται από συρρέουσες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 5 παρ. 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 21 παρ. 1, 25 παρ.1 Συντ.), αλλά και από Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Συμβάσεις (άρθρο 7 Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού: «Το παιδί έχει το δικαίωμα να γνωρίζει τους γεννήτορές του και να ανατρέφεται από αυτούς»· άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου). Με την αποκάλυψη της ταυτότητας των δοτών αποτρέπονται αιμομικτικοί γάμοι. Εξάλλου η γνώση του δεσμού του αίματος έχει και ιατρική αξία, για την πληροφόρηση κληρονομικών ασθενειών και άλλων δεδομένων της υγείας του δότη, χρήσιμων για την προστασία της υγείας του τέκνου. Όσον αφορά την ψυχική υγεία του τέκνου, αυτή δεν κινδυνεύει από την αποκάλυψη της βιολογικής συγγένειας με άλλα φυσικά πρόσωπα: Αναπόφευκτα το τέκνο θα πληροφορηθεί κάποτε την «ετερόλογη» καταγωγή του και θα την αναζητήσει. Και είναι η ματαίωση της αναζήτησης αυτής, με την ανωνυμία του δότη, που κινδυνεύει να το βλάψει. Σε τελευταία ανάλυση, είναι θέμα παιδείας σε μια κοινωνία, η αποδοχή της «διπλής» μητρότητας ή πατρότητας, ότι ενδέχεται δηλαδή άλλος να είναι ο νομικός και κοινωνικοσυναισθηματικός γονέας και άλλος ο βιολογικός. Υπενθυμίζεται ότι και στην υιοθεσία υπάρχουν δύο γονείς, ένας φυσικός και ένας νομικός και κοινωνικοσυναισθηματικός γονέας και σύμφωνα με το άρθρο 1559 παρ. 2 ΑΚ το θετό τέκνο, με την ενηλικίωσή του, δικαιούται να πληροφορείται πλήρως τα στοιχεία των φυσικών γονέων του [19] . Η σύγχρονη τάση διεθνώς είναι η δυνατότητα του τέκνου να ενημερώνεται για την ταυτότητα των δοτών [20] .
Η βιολογική αλήθεια έχει ζωή, γι αυτό αναδύεται ξανά μέσα από το N 3305/2005, που έχει ως βασικό σκοπό την εξειδίκευση και τη συμπλήρωση των διατάξεων του N 3089/2002. Σημειώνονται ωστόσο και αποκλίσεις. Έτσι, εκτός από τα αρχεία απόρρητων ιατρικών στοιχείων των δοτών του γεννητικού υλικού (του άρθρου 20 παρ. 2γ’ του N 3305/2005), όπου τα δεδομένα αυτά καταχωρίζονται με κωδικό αριθμό, χωρίς ένδειξη της ταυτότητας του δότη και όπου η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο στο τέκνο για λόγους που αφορούν την υγεία του (ΑΚ 1460 παρ. 1 εδ. 3), προβλέπονται και άκρως απόρρητα αρχεία στο άρθρο 20 παρ. 2δ’, που περιέχουν τα στοιχεία της ταυτότητας των δοτών του γεννητικού υλικού. Με τα άκρως απόρρητα αυτά αρχεία η αρχή της ανωνυμίας των δοτών σχετικοποιείται και ανοίγει ο δρόμος για τη γνώση της καταγωγής. Ο N 3305/2005 δεν ορίζει ποιοί και υπό ποιές προϋποθέσεις [21] έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα αρχεία αυτά (του άρθρου 20 παρ. 2δ’). Θεωρούμε πάντως ότι το τέκνο έχει τη σχετική αξίωση, η οποία θεμελιώνεται στο δικαίωμα γνώσης της καταγωγής (άρθρα 57 ΑΚ, 5 παρ. 1 Συντ., 2 παρ.1 Συντ.) [22] . Το δικαίωμα αυτό του τέκνου θα πρέπει να υπερισχύει του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή του τρίτου δότη (άρθρο 9 Συντ.), εφόσον συγκρούεται μ’ αυτό.
De lege ferenda, σε ακολουθία με όσα εκθέσαμε πιο πάνω για την αποκάλυψη της ταυτότητας των δοτών, επαναλαμβάνουμε την πρότασή μας [23] , να αναθεωρηθεί η αρχή της ανωνυμίας των δοτών του γεννητικού υλικού και το συνταγματικό δικαίωμα της γνώσης της καταγωγής να ενσωματωθεί και στο Αστικό μας Δίκαιο, με τροποποίηση του άρθρου 1460 ΑΚ. Να τροποποιηθούν αντίστοιχα οι σχετικές διατάξεις του N 3305/2005.
ΙV. Όσον αφορά τη νομική συγγένεια, ο νομοθέτης στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν επιθυμεί την ίδρυσή της με βάση αποκλειστικά τη βιολογική αλήθεια. Σε περίπτωση ετερόλογης τεχνητής γονιμοποίησης, η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας απαγορεύεται (ΑΚ 1479 παρ. 2). Ο τρίτος δότης εκούσια μόνο μπορεί να αναγνωρίσει το φυσικό του τέκνο. Όμως, αν η μητέρα αρνηθεί να συναινέσει στην αναγνώριση, τότε άδικα του αποκλείεται η δυνατότητα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας [24] . Το αποτέλεσμα αυτό είναι προπαντός άδικο για το παιδί, που έτσι μένει χωρίς πατέρα, ενώ στην περίπτωση αυτή όχι μόνον συντρέχει η βούληση του δότη, να ιδρύσει νομική και κοινωνικοσυναισθηματική σχέση μαζί του, αλλά επιπροσθέτως και το πλεονέκτημα του βιολογικού δεσμού, με τα προσόντα που αναφέρθηκαν προηγουμένως: γνώση της καταγωγής, της κληρονομικότητας, αποτροπή της αιμομιξίας. Επιπλέον, η συγγένεια δεν θα είναι διασπασμένη και θα παρέλκει και η αναζήτηση της πραγματικής καταγωγής [25] .
Ας αναλογισθούμε ότι, στο άλλο άκρο, η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας στο κλασικό οικογενειακό δίκαιο στηρίζεται αποκλειστικά σε βιολογικά στοιχεία, βλ. ιδίως ΑΚ 1481: «Η πατρότητα τεκμαίρεται, αν αποδειχθεί ότι αυτός, για τον οποίο προβάλλεται ισχυρισμός ότι είναι πατέρας, είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης». Δεν υπάρχει ίχνος βουλητικού στοιχείου και η απόδειξη της καταγωγής αιωρείται πάνω σ’ ένα τεκμήριο, έστω μαχητό (βλ. ΑΚ 1482).
Μπορεί κανείς να επιχειρήσει να δικαιολογήσει διαφορές μεταξύ φυσιολογικής και τεχνητής αναπαραγωγής ώς ένα βαθμό, δεν θεωρώ όμως ανεκτές παρόμοιες ακραίες αντιθέσεις: άλλοτε να θεμελιώνεται η πατρότητα στην πιθανολόγηση απλώς βιολογικού δεσμού και άλλοτε να εμποδίζεται και αυτή τούτη η γνώση της καταγωγής.
Η θεμελίωση της πατρότητας μόνο σε μία ή έστω και σε περισσότερες σαρκικές συνάφειες δεν είναι ορθή. Ο βιολογικός δεσμός θα πρέπει να συνοδεύεται και από βουλητικά στοιχεία.
Αλλά και ο δότης σπέρματος φαίνεται ορθό (de lege ferenda), να έχει το δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητάς του, εφόσον το τέκνο δεν καλύπτεται από άλλη νομική πατρότητα [26] .
V. Η απλή γνώση της καταγωγής μπορεί να επιτευχθεί με αναγνωριστική αγωγή για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία σχέσης γονέα και τέκνου κατά τα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ [27] . Αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής είναι η διάγνωση έννομης σχέσης γονέα-τέκνου. Η σχέση με το βιολογικό γονέα είναι έννομη, με ηθικό περιεχόμενο. Το δικαίωμα γνώσης της καταγωγής απορρέει από το και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην προσωπικότητα και έχει ως ελάχιστη έννομη συνέπεια τη δημιουργία κωλύματος γάμου λόγω συγγένειας εξ αίματος, που, όπως ορθά έχει υποστηριχθεί [28] , ισχύει και μεταξύ φυσικών συγγενών. Η γνώση του δεσμού του αίματος έχει και βιολογική-ιατρική αξία: για την αποτροπή της αιμομιξίας και για τη γνώση της κληρονομικότητας σε ασθένειες κλπ. Η απόφαση ωστόσο, με την οποία θα αναγνωρίζεται ο φυσικός συγγενικός δεσμός, θα είναι αναγνωριστική, δεν θα διαπλάθει πλήρη έννομη συγγενική σχέση. Δεν θα παράγει δικαιώματα διατροφής και κληρονομικά δικαιώματα [29] .
VI. Το ενδιαφέρον και η αγάπη για τη γνώση της βιολογικής αλήθειας δεν απορρέει από τη «μανία» κάποιων «βιολογιστών», αλλά από αγάπη για την αλήθεια. Η διαφάνεια και η διαύγεια των βιολογικών (και άλλων) δεσμών οδηγεί σε ειλικρινείς, υγιείς ανθρώπινες, οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις. Η αλήθεια είναι ελευθερία και η αποκάλυψή της ελευθερώνει. Η συγκάλυψη, το ψεύδος σημαίνουν φόβο και η χρήση τους είναι που θα έπρεπε να φοβίζει. Πάντως «άγει εις φως την αλήθειαν ο χρόνος».
* Εισήγηση στην Ημερίδα της Εταιρίας Οικογενειακού Δικαίου, 21.5.2013. Προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο Ιω. Σπυριδάκη.
[ 1 ]. Βλ. Granet-Lambrechts, Panorama europeen de droit de la filiation, Droit de la famille, 2007, etude 30· Terre, Les chemins de la verite, JCP/La Semaine Juridique 2008, I, 100, σελ. 15 επ., ιδίως σελ. 16.
[ 2 ]. Σταμπέλου, Τα τεκμήρια της πατρότητας από γάμο κατά τον ΑΚ - θεώρηση υπό το πρίσμα της βιολογικής αλήθειας και της ισότητας, 1992, σελ. 243.
[ 3 ]. Σταμπέλου, Τα τεκμήρια της πατρότητας, 1992, σελ. 151 επ.
[ 4 ]. Κουτσουράδης, Μερικές κριτικές σκέψεις για το άρθρο 19 Ι του Ν 2521/1997 ή μια απροσδόκητη επέμβαση στον Αστικό Κώδικα, Αρμ 1998, 137 επ. και ιδίως 142, 144-145. Σύμφωνη και η Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Η Συγγένεια - Θεμελίωση - Καταχώριση - Προστασία, 2010, σελ. 197 επ.
[ 5 ]. Βλ. ΑρχΝ 2010, 29 επ., με σχόλιο Νικολαΐδη, 30, ο οποίος τάσσεται υπέρ της άποψης της μειοψηφίας· Αρμ 2011, 429 επ., με παρατηρήσεις Βολικού/Γεωργακόπουλου, 431 επ. Ο Καρέλος, Η αλήθεια θεμέλιο της οικογενειακής ενότητας και ειρήνης (Με αφορμή την ΑΠ Ολ 18/2009), ΝοΒ 60/2012, 2281 επ., θεωρεί ότι η μη αναγνώριση από την κοινή νομοθεσία δικαιώματος προσβολής της επίπλαστης τεκμαιρόμενης πατρότητας στο βιολογικό πατέρα αντιβαίνει στο Σύνταγμα, με συνέπεια οι διατάξεις της κοινής νομοθεσίας, κατά το μέρος που αποκλείουν το βιολογικό πατέρα από την άσκηση του δικαιώματος προσβολής της πατρότητας να είναι ανεφάρμοστες. Υποστηρίζει ότι ο φυσικός πατέρας δικαιούται να προσβάλει την πατρότητα είτε με «αναλογική επέκταση» του άρθρου 1469 ΑΚ είτε με άμεση θεμελίωση του δικαιώματος αυτού στο Σύνταγμα.
[ 6 ]. Σταμπέλου, Τα τεκμήρια της πατρότητας από γάμο, 1992, σελ. 196 επ. Υπέρ της προσβολής της πατρότητας από το φυσικό πατέρα σε κάθε περίπτωση και Καρέλος, ό.π.
[ 7 ]. Βλ. και σχετικό δικαίωμα κληρονόμων στο παλαιό άρθρο 1474 ΑΚ.
[ 8 ]. Σταμπέλου, Τα τεκμήρια της πατρότητας, σελ. 200.
[ 9 ]. Κουτσουράδης, ό.π., 145.
[ 10 ]. Πρώτος ο Κουτσουράδης επεσήμανε την παράλειψη του νομοθέτη, να τροποποιήσει αντίστοιχα με το άρθρο 1469 ΑΚ και το άρθρο 1477 ΑΚ, ώστε να μπορεί και ο φυσικός πατέρας του τέκνου να προσβάλει την εκούσια αναγνώριση που δεν ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια (βλ. Κουτσουράδη, ό.π., 138, 140, 143). Θεωρεί μάλιστα, και ορθά, ότι ο νομοθέτης θα έπρεπε να ξεκινήσει από το άρθρο 1477 ΑΚ, όπου οι συνταγματικές επιφυλάξεις δεν είναι τόσο ισχυρές. Και υποστηρίζει τη δυνατότητα προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης από τον πραγματικό πατέρα με το επιχείρημα από το μείζον στο έλασσον. Επικαλείται επίσης λόγους ίσης μεταχείρισης των δύο πατέρων (εννοώντας προφανώς τον πατέρα που προσβάλλει την πατρότητα από γάμο και εκείνον που προσβάλλει την εκούσια αναγνώριση), καθώς και το δικαιοπολιτικό στόχο του νομοθέτη του Ν 2521/1997.
[ 11 ]. Βλ. ΑΠ 58/2001 ΧρΙΔ Α/2001,427 επ. Πριν από την προσθήκη της περ. 5 στο άρθρο 1469 ΑΚ είχε επίσης υποστηριχθεί, ότι σε περίπτωση που η εκούσια αναγνώριση γίνεται από άλλο πρόσωπο και όχι από τον πραγματικό πατέρα του παιδιού, ο τελευταίος μπορεί να ζητήσει να διαπιστωθεί η ακυρότητα αυτής της αναγνώρισης ως καταχρηστικής (ΑΚ 281) ή ως αντίθετης στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178). (Δεληγιάννης, Τέκνα γεννημένα χωρίς γάμο, 1983, σελ. 57· Δεληγιάννης/Κούσουλας, Οικογενειακό Δίκαιο, 1984, σελ. 65· Καράσης, σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 1978, αρ. 5 επ.· Κουμάντος, Οικογενειακό Δίκαιο ΙΙ, 1989, σελ. 84· βλ. και Παπαχρίστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου3, 2005, σελ. 284).
[ 12 ]. Βλ. Κουμάντο, Οικογενειακό Δίκαιο ΙΙ, 1989, σελ. 86· Σπυριδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, 2006, σελ. 467· Σταθόπουλο, Προβλήματα ως προς την προθεσμία για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας κατά την ΑΚ 1483, Δ 2006, 567, 574· Σταμπέλου, Τα τεκμήρια της πατρότητας από γάμο κατά τον ΑΚ -θεώρηση υπό το πρίσμα της βιολογικής αλήθειας και της ισότητας, 1992, σελ. 202· Λέκκα, Προθεσμίες και Συγγένεια στον Αστικό Κώδικα, 2012, σελ. 234, 241, 243· τον ίδιο, Η διεύρυνση προθεσμίας άσκησης από το τέκνο αγωγής αναγνώρισης πατρότητας, Τιμητικός Τόμος Σταθόπουλου, σελ. 1390. Βλ. και Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο ΙΙ5, σελ. 134· Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Η Συγγένεια - Θεμελίωση - Καταχώριση - Προστασία, σελ. 120. Βλ. επίσης Fehrenbach, Die Anfechtung der Kindesanerkennung durch den Vater, 1975, σελ. 54· Gebler, Le Droit Francais de la Filiation et la Verite, 1970, σελ. 372.
[ 13 ]. Βλ. και Σταμπέλου, Τα τεκμήρια της πατρότητας, σελ. 204, 206. Υπέρ της επιμήκυνσης επίσης Σταθόπουλος, Δ 2006,567· Παπαχρίστου, Ακύρωση εκούσιας αναγνώρισης - Αναστολή αποσβεστικής προθεσμίας (γνμδ.), ΧρΙΔ 2009,85,87· ο ίδιος, Πρόλογος σε Λέκκα, Προθεσμίες και Συγγένεια στον Αστικό Κώδικα, σελ. VIII· Λέκκας, ό.π., ιδίως σελ. 244, με αναφορές και σε αποφάσεις του ΕΔΔΑ· ο ίδιος, Τιμητικός Τόμος Σταθόπουλου, σελ. 1391. Βλ. και Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο ΙΙ5, σελ. 134 επ., σελ. 185, με σημ. 109, σελ. 186, με σημ. 112. Βλ. επίσης Terre/Fenouillet, Droit Civil - Les personnes - La famille - Les incapacites7, 2005, αρ. 813, σελ. 750 επ.
[ 14 ]. Βλ. Helms, Entkoppelung von Abstammungserklarung und Vater-Kind Zuordnung; der neue § 1598a BGB, Τιμητικός Τόμος Frank, 2008, σελ. 225 επ., 237.
[ 15 ]. Για την έννοια των κενών του νόμου, βλ. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών, σελ. 232 επ.
[ 16 ]. Βλ. Πρακτικά Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Ν 3089/2002, Συνεδρίαση της 24.5.2001, σε Αγαλλοπούλου/Κουτσουράδη, Ν 3089/2002 - Προπαρασκευαστικές εργασίες - Συζήτηση στη Βουλή, σελ. 58-59· Σταμπέλου, Η ανωνυμία του δότη γεννητικού υλικού, σε Σύγχρονες τάσεις του Οικογενειακού Δικαίου, Εταιρία Δικαστικών Μελετών, 2013, σελ. 18, σημ. 6.
[ 17 ]. Βλ. Κουτσουράδη, Περί της υποχρεώσεως της μητρός έναντι του εξωγάμου τέκνου της όπως παράσχη πληροφορίας περί της εκ πατρός καταγωγής του, Αρμ 1979,643 επ. και ειδικά 646· Καράκωστα, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, 2012, σελ. 115 επ.· τον ίδιο, Τα νομικά προβλήματα της τεχνητής γονιμοποίησης και οι λύσεις του Ν 3089/2002, ΔΕΕ 2/2003,132 επ. και ειδικά 135-136· Καράση, Το νέο Σχέδιο Νόμου για την «Εφαρμογή των μεθόδων της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής», Αρμ 2005,829 επ. και ειδικά 832.
[ 18 ]. Βλ. Κουτσουράδη, ό.π.· τον ίδιο, Η ροή πληροφοριών στις αστικές έννομες σχέσεις, σελ. 392· Παπαχρίστου, Η τεχνητή αναπαραγωγή στον Αστικό Κώδικα, σελ. 45· Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο ΙΙ5, σελ. 86-87· την ίδια, Τεχνητή γονιμοποίηση και Οικογενειακό Δίκαιο2, σελ. 101· Καράκωστα, ό.π.· Κοτζάμπαση, Η ανωνυμία του δότη σπέρματος στην τεχνητή γονιμοποίηση ως νομικό και ηθικό ζήτημα, Αρμ 2000,713-714· Φουντεδάκη, Η πληροφόρηση του παιδιού που γεννήθηκε με ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση για την καταγωγή του, ΕΝΟΒΕ 48, σελ. 129 επ. και ειδικά σελ. 134· την ίδια, Φυσικό πρόσωπο και προσωπικότητα στον Αστικό Κώδικα, 2012, σελ. 171· Καράση, ό.π.· Βιδάλη, Ζωή χωρίς πρόσωπο, σελ. 146-147· Παντελίδου, Προσωπικά δεδομένα και υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, ΝοΒ 2011, 892· Σταμπέλου, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 1460, αρ. 6· την ίδια, Αιματολογικές εξετάσεις και διαπίστωση της πατρότητας, ΝοΒ 1984, 1324 επ. και ειδικά 1328.
[ 19 ]. Σταμπέλου σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 1460, αρ. 11-12. Για το δικαίωμα του θετού τέκνου να πληροφορηθεί τα στοιχεία των φυσικών γονέων του μετά την ενηλικίωσή του, βλ. Φουντεδάκη, Υιοθεσία. Ο N 2447/1996, οι τροποποιήσεις και η εφαρμογή του, 2010, σελ. 305 επ.
[ 20 ]. Βλ. Αγαλλοπούλου, Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή και ανωνυμία τρίτων δοτών γεννητικού υλικού, Τιμητικός Τόμος Σταθόπουλου, σελ. 1 επ. και ιδίως σελ. 4 επ.· Σταμπέλου, Η ανωνυμία του δότη γεννητικού υλικού, σε Σύγχρονες τάσεις του Οικογενειακού Δικαίου, σελ. 16 επ. και ιδίως σελ. 23 επ.
[ 21 ]. Βλ. Σταμπέλου, ό.π., σελ. 16 επ. και ιδίως σελ. 28, με σημ. 45, όπου και απόψεις των Παντελίδου, Προσωπικά δεδομένα και υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, ΝοΒ 2011,893, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Τεχνητή γονιμοποίηση και Οικογενειακό Δίκαιο2, σελ. 100 και Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, Ο νέος Ν 3305/2005 για την εφαρμογή της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και η σχέση του με το Ν 3089/2002, Συνήγορος 2005, τόμ. 48, 11.
[ 22 ]. Σταμπέλου, ό.π.
[ 23 ]. Σταμπέλου, ό.π., σελ. 31.
[ 24 ]. Σταμπέλου, ό.π., σελ. 30, με παραπομπές και σε Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ΕΝΟΒΕ 48, σελ. 97-98, σημ. 16 και Κουμουτζή, ΧρΙΔ Γ/2003, 498 επ. και ειδικά 510-511.
[ 25 ]. Σταμπέλου, ό.π., σελ. 30-31.
[ 26 ]. Σταμπέλου, ό.π., σελ. 31.
[ 27 ]. Βλ. Σταθόπουλο, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, τόμ. VII, 1991, άρθρα 1356-1360, αρ. 8· τον ίδιο, Δ 2006, 577· Σταθόπουλο/Σταμπέλου, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, τόμ. VII2, 2007, άρθρα 1355-1366, αρ. 8· Σταμπέλου, Αναγνωριστική αγωγή για την ύπαρξη ή μη σχέσης γονέα και τέκνου (ΚΠολΔ 614 επ.), ΚριτΕ 2000/2, 249 επ, 251, με παραπομπές· την ίδια, Τεχνητή γονιμοποίηση. Προσδιορισμός συγγένειας επί χορήγησης γεννητικού υλικού από τρίτα πρόσωπα, σε Σύγχρονα ζητήματα Αστικού Δικαίου πέρα από το σύστημα του Αστικού Κώδικα (Πρακτικά 1ου Συνεδρίου της Ένωσης Αστικολόγων, Ναύπακτος 27-28.5.1994), σελ. 263. Βλ. διαφορετικά, Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Η Συγγένεια - Θεμελίωση - Καταχώριση - Προστασία, σελ. 293, η οποία θεωρεί ότι σχέση γονέα-τέκνου κατά τον ΚΠολΔ είναι μόνο η νομική σχέση της συγγένειας.
[ 28 ]. Σταθόπουλος, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, τόμ. VII, 1991, άρθρα 1356-1360, αρ. 8· ο ίδιος, Δ 2006, 577· Σταθόπουλος/Σταμπέλου, ό.π.. Αντίθετοι Παπαχρίστου/Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Ανωνυμία του δότη γεννητικού υλικού, σε «Η Διεθνής Επιτροπή Προσωπικής Καταστάσεως και ο Οικογενειακός Βίος», σελ. 73, ειδικά σελ. 79, κατά τους οποίους το κώλυμα γάμου αφορά μόνο τη νομική συγγένεια και όχι τη βιολογική.
[ 29 ]. Βλ. Σταθόπουλο, Συναγωγή Συμπερασμάτων, Πρακτικά Συνεδρίου με θέμα «Η Διεθνής Επιτροπή Προσωπικής Καταστάσεως και ο Οικογενειακός Βίος», 2011, σελ. 133· τον ίδιο, Δ 2006, 577· Σταμπέλου, Τεχνητή γονιμοποίηση. Προσδιορισμός συγγένειας επί χορήγησης γεννητικού υλικού από τρίτα πρόσωπα, ό.π., σελ. 263-264.